United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν δε ιδών την Ζερβουδοπούλαν επιστρέφουσαν από την πανήγυριν της Αγίας Μονής, εσκέφθη να την σηκώση ομού με τον όνον επί του οποίου εκάθητο και να την μεταφέρη ούτω μέχρι της θύρας της. Έδραμε δε παρευθύς και επεχείρησε να εκτελέση την ιδέαν του, η Μαργή όμως προλαβούσα επήδησεν εκ του όνου έντρομος.

Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώση εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήση εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή. Μετ' ολίγον αγέλη κτηνών επεχωθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε: — Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό.

Ακριβώς λοιπόν αυτή είναι η απορία μου, και αυτό δεν ημπορώ να χωνεύσω εις τον νουν μου καλά, τι είναι άραγε η επιστήμη. Λοιπόν μήπως είναι δυνατόν να το ειπή κανείς από ημάς; Τι λέγετε; Ποίος θα το ειπή πρώτος; Και όποιος σφάλη και σφάλη επανειλημμένως, θα τον ονομάσωμεν όνον, καθώς λέγουν τα παιδιά όταν παίζουν σφαίρας.

Μετά δύο λοιπόν ημέρας εξεστρατεύσαμεν εκ νέου. Την φοράν ταύτην η συνοδία ήτο μεγαλειτέρα, διότι οι δημογέροντες έφερον φόρτωμα οίνου, δώρον εις τον Αγάν, εγώ δε είχα σύντροφον και συνοδοιπόρον τον καλόν Παντελήν, σύροντα όπισθεν του τον όνον του φορτωμένον με το έν των βαρελιών μου.

Ημπορούμεν δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν' απολαύσωμεν την χαριτωμένην θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις τεθνεώτα . . . . όνον, τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα.

Η Μαργή είχεν εξέλθη και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπητιού των. Ο δε Μανώλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπήται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν: — Αι, νάμουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε. — Ντα δεν είσαι; του είπε. — Χαρώ το τό γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανώλης.

Ήτο κανείς εξ αυτών όστις θ' άφηνε την βουν του, ή την όνον του να διψά, και δεν θα την έλυε να υπάγη εις την βρύσιν να την ποτίση εν ημέρα Σαββάτου; Ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, την οποίαν είχε δέσει ο Σατανάς επί έτη δεκαοχτώ, δεν έπρεπε να την λύση εν ημέρα Σαββάτου ο των ψυχών και των σωμάτων Ιατρός; Προς το επιχείρημα τούτο του Χριστού ησχύνθησαν οι Αντίπαλοι, και εχάρη ο λαός διά τα έργα του ελέους τα δαψιλευόμενα προς χάριν του.

Μίαν δε ημέραν, ενώ ενεπαύετο εις την κλίνην του, είδεν όνον ο οποίος εισήλθεν εις την οικίαν και ήρχισε να τρώγη τα σύκα τα οποία είχον ετοιμασθή δι' αυτόν και κατελήφθη υπό γέλωτος• καλέσας δε τον υπηρέτην του είπε προς αυτόν, και συγχρόνως εγέλα ακράτητον γέλωτα, να δώση εις τον όνον και οίνον, απεπνίγη δε υπό του γέλωτος και απέθανε.

Ο Θωμάς είχε σταματήσει προ του τελευταίου νερομύλου κ' επότιζε τον όνον του, ενώ ο Παπαδομάρκος επανελάμβανε τρίτην και τελευταίαν φοράν το διαλάλημα. Εκεί είχον σταματήσει και άλλοι χωρικοί και ωμίλουν περί της διαταγής, εντείνοντες την φωνήν διά να μη χάνεται εις την βοήν του μύλου.

Και ηδύνατο να μη γελά διά τόσον φανεράν και απίστευτον και αναίσχυντον απάτην, αφού μάλιστα έχει και εύκολον τον γέλωτα; Αλλά και πώς να μη γελάση, όταν ο ρήτωρ τρέψας την φωνήν του εις μελωδίαν ήρχισε να ψάλλη, ως ενόμιζε, θρήνον διά τον Πυθαγόραν; Ο συγγραφεύς του παρόντος νομίζων ότι έβλεπεν όνον προσπαθούντα, κατά το λεγόμενον, να παίξη κιθάραν, ανεκάγχασε με όλην του την όρεξιν.