United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι και αίσθησιν έχει και το έν και το άλλο μέρος και τοπικήν κίνησιν, αν δε έχη αίσθησιν, έχει και φαντασίαν και όρεξιν διότι όπου αίσθησις, εκεί και λύπη και ηδονή, και όπου ταύτα, εξ ανάγκης εκεί υπάρχει και επιθυμία.

Ποτέ, ποτέ δεν θα μου φθάσουν, γυναίκες, θυγατέρες σας, παρθένοι, 'πανδρευμέναι, το βάραθρον των πόθων μου να μου το 'ξεχειλίσουν, κι' ούτε ποτέ θ' αντισταθή φραγμόςτην όρεξίν μου! παρ' ένας τέτοιος βασιλεύς καλλίτερα ο Μάκβεθ! ΜΑΚΔΩΦ Κι η άκρατη ασέλγεια μια τυραννία είναι. Συνέβη εξ αιτίας της και βασιλείς να πέσουν και πρόωρα να κενωθούν ευτυχισμένοι θρόνοι.

Λησμονήσας τας παρεκτροπάς αυτής εξ ελέους προς τα βάσανα της διέταξα την υπηρέτριαν να κάμη ό,τι ημπορεί διά να την σώση. Αληθές είνε ότι προ τινων ημερών είχα όρεξιν να τουφεκίσω την μοιχαλίδα,αλλ' εις ταύτα δεν υπάρχει αντίφασις καμμία.

Τα πλούτη και τα λαμπρά έργα της τύχης του Πετρωνίου είχον διεγείρει την όρεξιν του κυρίου και του παντοδυνάμου υπουργού του. Ο Τιγγελίνος μετήρχετο παντοίους τρόπους όπως τον εξολοθρεύση. Τον είχον φεισθή έως τότε, επειδή εσκόπευον να ταξειδεύσουν εις Αχαΐαν, όπου η καλαισθησία του και η πείρα του περί τα ελληνικά πράγματα ηδύναντο να είνε ωφέλιμα.

Την νύκτα εκείνην, ως βαρύς λίθος, ο Μιστόκλης εκύλισε τωόντι κάτω, προς την υπώρειαν, αποδιωχθείς αγρίως υπό του Γέροντος, αυτός δε καμμίαν όρεξιν δεν είχε πλέον να γείνη Σίσυφος και ν' αναβιβάση πάλιν τον εαυτόν του επάνω.

Αφού δε υπεδαύλισε την πυράν, ηρώτησε με πονηρόν μειδίαμα, αν ήθελε κανέν από τα παιδιά και άλλην πήτταν και τα παιδιά, μη έχοντα την δύναμιν να καταστείλωσι την όρεξίν των, αλλά και φοβούμενα μη χάσωσι τα μαρτυρίκια, περιωρίσθησαν εις μίαν αμφίβολον άρνησιν διά μακρού πλαταγισμού της γλώσσης εις τον ουρανίσκον.

Κατάρα 'στά ενδύματα τα μέσα και τα έξω, 'στά κοντοβράκια, στ' αντεριά, 'στης δανεικαίς βελλάδες, που δεν 'μπορώ χωρίς αυταίς εις τους χορούς να τρέξω, κι' εις ό,τι άλλο το κορμί το βάζει σε μπελάδες. Καταραμένον το φωκόλ, που τον λαιμόν μας πνίγει, κάθε τσουράπι, 'σώβρακο, 'ποκάμισο, φανέλα, κι' ό,τι φαγί ορεκτικό την όρεξιν ανοίγει, το σαλτσισώτο, το σκουμπρί, ο τσίρος, η σαρδέλα.

ΚΕΝΤ Είμαι ένας άνθρωπος καλόκαρδος, και πτωχός.. ωσάν βασιλεύς. ΛΗΡ Αν είσαι ως υπήκοος ίσα με τον βασιλέα πτωχός, είσαι πτωχός και τω όντι! Και τι ζητείς; ΚΕΝΤ Να δουλεύσω. ΛΗΡ Και ποίον θέλεις να δουλεύσης; ΚΕΝΤ Εσένα. ΛΗΡ Με γνωρίζεις, άνθρωπε; ΚΕΝΤ Όχι. Όμως έχεις εις το πρόσωπον κάτι, το οποίον μου δίδει την όρεξιν να σε κάμω κύριόν μου. ΛΗΡ Και τι είναι αυτό; ΚΕΝΤ Μεγαλείον!

Ο βασιλεύς που την είχεν ακούσει με όρεξιν, είπεν εις τον εαυτόν του· την αφίνω ακόμη σήμερον να ζήση έως αύριον και όταν ακούσω το τέλος του μύθου, τότε την αποφασίζω εις θάνατον χωρίς άλλο· η διήγησίς της όμως και η ωραιότης της μου αρέσουν υπερβολικά.

Ανελογίσθην τους δυστυχείς συζύγους των κυριών, αίτινες έφερον χιλίων φράγκων εσθήτας εις την ράχιν των, τους ταλαιπώρους πατέρας των δεσποινίδων, αίτινες έσυρον διά της αιθούσης τας πλουσίας και μακράς ουράς πολυτελών μεταξωτών φορεμάτων, ων ήτο πρόδηλος η παρισινή καταγωγή, και είπα κατ' εμαυτήν . . . — περιττόν να σου το επαναλάβω, διότι καμμίαν βεβαίως δεν έχεις όρεξιν ν' αναγνώσης τας μελαγχολικάς σκέψεις της πρεσβυτιζούσης φίλης σου.