United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μάλιστα η οικοδέσποινα της οικίας να σηκώνεται από κάποιαν υπηρέτριαν και όχι αυτή πρώτη να σηκώνη τας άλλας, είναι εντροπή να το λέγη εις τον εαυτόν του ο δούλος και η δούλη και ο υπηρέτης και αν είναι δυνατόν και ολόκληρος η οικία.

Ηνοίχθη, και είδα την γραίαν υπηρέτριαν, με τα δάκρυα ρέοντα εις τας παρειάς της, ανασύρουσαν το ερυθρόν παραπέτασμα, και τον ιατρόν με τας οφρύς συνεσταλμένας, με το πρόσωπον κατηφές εξερχόμενον του δωματίου. Δεν απηύθυνα ερώτησίν, δεν επρόφερα λέξιν. Ενόησα ότι επήλθε το τέλος! — Τι μένεις εδώ; μου είπεν ησύχως ο ιατρός. Έλα μαζή μου. Και με έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Μόνην εξ αυτής κληρονομίαν παρέλαβε την γραίαν υπηρέτριάν της, την ολιγόλογον Φλουρούν, της οποίας υπέφερεν υπομονητικώς τας γεροντικάς ιδιοτροπίας, αρκούμενος εις την ατελή υπηρεσίαν της και εις την όχι συνήθως επιτυχή μαγειρικήν της. Αλλά της Φλουρούς η κυριαρχία περιωρίζετο εις το ισόγαιον της οικίας. Ο καθηγητής εύρισκε την ησυχίαν του εις το ανώγαιον, εντός του κοιτώνος του.

Την αυγήν εξύπνησεν όλη η οικογένεια, και το παιδάκι, έβαλε τον χωλόν στρατιώτην εις το παράθυρον. Τρομερόν πέσιμον! Η περικεφαλαία και το όπλον του εχώθησαν μεταξύ των πετρών του δρόμου, το δε ποδάρι του μόλις εφαίνετο. Το παιδάκι κατέβη με την υπηρέτριαν διά να τον εύρουν, αλλά δεν ημπόρεσαν να τον ανακαλύψουν, μολονότι τον επάτησαν σχεδόν. Αν εφώναζεν ο ανόητος: «Εδώ είμαιθα τον εύρισκαν.

Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου, ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα, ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της υπηρετρίας. Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα.

Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα.

Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.

Λησμονήσας τας παρεκτροπάς αυτής εξ ελέους προς τα βάσανα της διέταξα την υπηρέτριαν να κάμη ό,τι ημπορεί διά να την σώση. Αληθές είνε ότι προ τινων ημερών είχα όρεξιν να τουφεκίσω την μοιχαλίδα,αλλ' εις ταύτα δεν υπάρχει αντίφασις καμμία.

Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του, και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν: — Μαρία! έλα πάρτ' αυτά. Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν της λευκήν εσθήτα φορούσα.

Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, 'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεταιτην πόλι, ως λέγουν, αλλάτους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, 'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 τί δεν απέθανετην γην ο θείος Οδυσσέας, αλλ' είναι ακόμα ζωντανόςτα πέλαγα, κλεισμένος μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• και φοβεράτην κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».