United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.

Η κόρη ήθελε να τον ερωτήση πού ήτο ο πατήρ της, αλλ' ηδέσθη και δεν τω απέτεινε τον λόγον. Διότι ο σκοπός δι' ον εζήτει τον Πρωτόγυφτον ήτο ένοχος και δεν ηδύνατο να τον εκφράση. Επεθύμει να πέμψη αυτόν εις το μοναστήριον, όπως μάθη τι απέγεινεν έν πρόσωπον, υπέρ ου εμέριμνα. Ελυπήθη διότι δεν εύρισκε τον Πρωτόγυφτον.

Την επιούσαν απήχθησαν της φυλακής οι δύο χωρικοί και δεν επέστρεψαν, έμεινα δ' εντός αυτής μόνος και έρημος, μετρών τας ώρας και ελεεινολογών την τύχην μου, και συλλογιζόμενος τι άρα ν' απέγεινεν ο Παντελής και ο όνος του. Την επομένην πρωίαν με ωδήγησε πάλιν ο Αράπης ενώπιον του Αγά. Εβάδιζα περίλυπος και καταβεβλημένος.

Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.

Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον.