United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δε αναβλέψας είδε τους βασιλικούς και τα γαρύφαλα εις το παράθυρον ελησμόνησε και τον Τερερέν και τας τραγικάς του αποφάσεις και αντί να προχωρήση εις αναζήτησιν του εχθρού, διηυθύνθη προς την θύραν την οποίαν είχεν ενώπιόν του. Αλλ' η απόφασίς του αυτή δεν ήτο και εντελώς άσχετος με την υπόθεσιν διά την οποίαν με τόσην ορμήν είχεν εξέλθη προ ολίγου.

Μόνος δ' εξ αυτών ο Αρίσταρχος, ο οποίος ήτο συγχρόνως στρατηγός, λαβών ταχέως τοξότας τινάς, τους βαρβαρωτάτους, διηυθύνθη προς την Οινόην, φρούριον των Αθηναίων επί των μεθορίων της Βοιωτίας.

Αν θέλης να φύγης, φύγε. Τι σου ήλθεν; Η Αϊμά διηυθύνθη προς την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ήτο διπλούς υποκριτής. Ένθεν μεν προσεποιείτο ότι την άφηνεν αδιαφόρως να φύγη, ένθεν δε ότι την εμπόδιζεν εκ διαφέροντος. — Πού θα πάγης, κορίτσι μου; Είσαι στα καλά σου; Θέλεις να σε φάνε οι λύκοι; Και πού θα πας τέτοιαν ώρα μοναχή σου; ολομόναχη; Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' απεπειράθη να εξέλθη.

Διηυθύνθη λοιπόν προς τα εκεί, ακόμη περισσότερον τόρα ανυπόμονος να ίδη τον Γιάννο, ωθουμένη μάλλον εξ επιθυμίας προς αυτόν ή από μητρικού φίλτρου προς την Μάρω, έκραξε κ' εκεί αλλά καμμία απάντησις· και του σκύλου το γαύγισμα είχε παύσει: — Τι διάβολο έγειναν; εψιθύρισεν εν αγανακτήσει, σταθείσα. Αίφνης ιδέα τις διήλθε του νου της.

Ακούς είντα σου λέω; Ο Μανώλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, οπού, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος: — Κι' ο κύρης σου, άνε μάθη πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανή.

Το δειλινόν, όταν είδεν ο Δημητράκης τον υιόν του, του είπε: — Άκουσα, κυρ Αγάλλο, πως πήγες κάτ' απ' τα παράθυρα καποιανής, κ' έκαμες πατινάδα. Τώρα δεν είσαι μικρός, είσαι μεγαλείτερος απ' τον αδερφό σου τον νοικοκυρεμμένο. Κοντεύεις να τριανταρίσης. — Αλήθεια, αφέντη, είπεν ο Αγάλλος. Και όταν ενύχτωσε, διηυθύνθη διά πλαγίου δρομίσκου προς το μέρος της Αναγκιάς.

Ο Μανώλης εξέτεινε προς αναγνώρισιν τα χέρια του· έπειτα περιβαλών με τους βραχίονάς του την κοιμωμένην, την εσήκωσεν ομού με τα σκεπάσματα, κατέβη τας βαθμίδας του σοφά και διηυθύνθη προς την θύραν. Μετ' ολίγας στιγμάς ευρίσκετο εις τον δρόμον και έφυγε με το φορτίον του και με την μεγαλειτέραν δυνατήν ταχύτητα των παραπαιόντων ποδών του.

Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην.

Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος μόλις ακουόμενος: — Δεν . . . . δύναμαι! . . . Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους Θράκας: — Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!

Δεύτερον νεύμα, έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα. Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διηυθύνθη εις τον ναόν, όπου ετελέσθη ο γάμος. Ο γάμος έγεινεν επίσημος.