United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκώσου, πατέρα, ή θα φύγω. — Φύγε. Η Αϊμά μετέβη εις την θύραν, αλλ' αύτη ήτο κλειστή. Τότε ενεθυμήθη ότι είχε αυτή την κλείδα, και ερευνήσασα εις το ένδυμά της την εύρε. Προσήρμοσεν εις το κλείθρον την κλείδα, απώθησε τον μοχλόν. Ο μοχλός απεσύρθη και το κλείθρον ηνοίχθη. Αλλ' η θύρα έμενε κλειστή.

Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ, και τρισαλλοίμονό σου. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά. — Κι' αν έχης αδέρφια και ξαδέρφια, χαρά σ' εμένανε, να τρέξη το αίμα μου ποτάμι στην ποδιά σου... Τότε τα δυο τα χείλια της βοσκοπούλας του είπανε πάλι με τρομάρα: — Φύγε, κυνηγέ, από σιμά μου... Και τα δυο της τα μάτια του είπανε με λαχτάρα: — Έλα, κυνηγέ, και πέσε στην αγκαλιά μου.

Παρουσιάσου ωσάν αρκούδα μαλλιαρή, αν θέλης, της Ρωσίας, ή ένοπλος ρινόκερως, ή τίγρις Υρκανίας, — Λάβε μορφήν εκτός αυτής που έχεις κάθε άλλην και να ιδής αν κλονισθούν τα στερεά μου νεύρα! Ή ξαναγείνου ζωντανός κι' αντιμετώπισέ με με το σπαθίτο χέρι σου, 'ς την έρημον, — κι' αν τρέμω, μωρό παιδί να με ειπής! ...Απάτης πλάσμα, φύγε! Έξω απ' εδώ, φρικτή σκιά! Ιδού!

Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480

Τούτο μου είναι οδυνηρότερον και της πτώσεώς μου. Φύγε, σε παρακαλώ, μη οι σπινθήρες του πνεύματός μου αναπηδήσωσιν εκ της τέφρας της δυστυχίας μου. Αν ήσο άνθρωπος θα με συνεπάθεις. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας μάθη ο κόσμος ότι ημείς οι μεγάλοι κατηγορούμεθα πάντοτε διά τας πράξεις των άλλων, και ότι πίπτοντες γινόμεθα αυτοπροσώπως υπεύθυνοι διά τα σφάλματα αυτών! Είμεθα τωόντι άξιοι οίκτου!

Τα χέρια σου είναι ζεστά ακόμη από τα αγκαλιάσματα της άλλης, τα χείλη σου καίουν από τα φιλήματά της. Μη με πλησιάζης... Μου κάνεις φρίκην! Φύγε! Κ ώ σ τ α ς· Μαρία μου; με παρέσυρε. Άκουσε. Μ α ρ ί α. Κ ώ σ τ α ς. Δεν με αγάπησες λοιπόν ποτέ; Μαρία. Μ α ρ ί α.

Πώς θάθελα να σώκοβε αυτή τη γλώσσα ένα πυρακτωμένο χαλινάρι. Γιατί τα όσα κακά ο κόσμος υποφέρει, από αυτή τη δύναμι πηγάζουν. Καθώς τα πλοία τον ωκεανό δαμάζουν μ' ένα μικρό πηδάλιο κι' όταν το χάσουν, πάνω στα βράχια ρίχνονται να σπάσουν, έτσι κι' η γλώσσα, ολόκληρο ένα κορμί το κυβερνάει ή το ρίχνει με ορμή στην κόλασι. Φύγε να μη σε βλέπω. Πορνεία είνε τα μάτια σου γιομάτα.

Ύπαγε και ζήτησον παρά του Θεού συγχώρησιν των πταισμάτων σου, της είπε με ύφος σκυθρωπόν, φύγε πριν το πονηρόν πνεύμα, το οποίον σε εμάγευσε, σε οδηγήση εις τελείαν κατάπτωσιν και πριν αρνηθής τον Σωτήρα. Είθε να αποθάνης . . . Διέκοψεν αποτόμως τον λόγον του παρατηρήσας ότι δεν ήσαν μόνοι.

Τι γυρεύεις από μένα, εσύ; Μήπως έρχομαι εγώ να σε βρω; Όλοι εσείς σ’ εμένα έρχεστε, όταν η πείνα ή το βίτσιο σας σπρώχνουν. Ήρθε ο ντον Τζάμε, ήρθαν οι κόρες του, ήρθε ο εγγονός του. Ήρθες κι εσύ, φονιά! Και όταν έχετε ανάγκη είστε καλοί, μετά όμως γίνεστε άγριοι σαν λυσσασμένοι λύκοι. Φύγε…

Φέξετ' εδώ! Πού είσθε; Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εκείνος είναι βέβαια! Οι άλλοι ήλθαν όλοι! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τα άλογα του έφυγαν! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Συνήθειά του είναι. Πεζός πηγαίνει απ' εδώτου παλατιού την θύραν. Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Έρχονται φώτα! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είν' αυτός! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Επάνω του κ' οι τρεις μας! ΒΑΓΚΟΣ Ωσάν να φαίνετ' ο καιρός προς την βροχήν. Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ας βρέξη! ΒΑΓΚΟΣ Ω! προδοσία! Φύγε, Φληνς!