United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του μάγερά μας τη γλώσσα θέλω. Πρώτα πρώτα σαν πιο φρόνιμο μ' έρχεται να μιλούμε την ίδια γλώσσα, γιατί αν του μιλήσουμε άλληνα, άξαφνα μπορεί να μη μας καταλάβη και να μη βρούμε φαγί να φάμε· αν ο λαός δε μας καταλάβη, έτσι κι αφτή μας η φιλολογία θα πεθάνη από την πείνα.

Μα πάλι να μη ζη κανείς, ποτέ να μην πεινά, και άσπλαγχνα να τρώγεται υπό την κρύαν πλάκα, να μη γνωρίζη τις και πώς το έθνος κυβερνά, και ποιος θα έλθη βουλευτής από την Καλαμπάκα; Εν όσω είσαι ζωντανός, ναι μεν θα υποφέρης, μα της ζωής την ανοστιά τουλάχιστον την ξέρεις.

Τη μύτη, τα φτερά, τα νυχοπόδαρά τους όλα τάχουν σε κίνηση. Ποιος φαντάζεται πώς ν' αλυχτά η πείνα στα σωθικά τους και τα βάνη να μαδιώνται μεταξύ τους, ώστε να ιδούν τ' αγαπημένο χέρι ν' απλωθή απάνω τους! Κακόμοιρα! Πού νάξεραν πως δε θα το ιδούν πια αυτό το χέρι! Πού να φαντασθούν τη μοίρα που τα περιμένει!

Ήλθε δε ημέρα, καθ’ ην ατενίζοντες μετά φθόνου τους θώας σπαράσσοντας τα πτώματα στρατιωτών τινων του Λοθαρίου, ενώ η πείνα εσπάρασσε κακείνων τα σπλάγχνα, εδικαίωσαν σχεδόν την γνώμην του σοφού Χρυσίππου, διδάσκοντος μεταξύ των άλλων τους μαθητάς ότι εν ελλείψει άλλης τροφής είναι θεμιτή και η νεκροφαγία.

Μα τέλος πάντων η πείνα άρχισε να μου διώχνη την εντροπήν, και μην ειμπορώντας πλέον να υποφέρω χωρίς γεύσιν, ηναγκάσθηκα να κλίνω εις εκείνην την χρείαν που εις τέτοιες περίστασες είναι κοινή· και ούτως απεφάσισα να ζητήσω ελεημοσύνην ωσάν ένας δυστυχισμένος που ήμουν διά να ημπορέσω να ζήσω.

Η Ιωάννα γνωρίζουσα εκ πείρας τι έστι πείνα ελυπείτο τους πεινώντας συντρόφους, δεινή δε ούσα περί την κ α ζ ο υ ϊ σ τ ι κ ή ν επιστήμην άγνωστον εις τους ανατολίτας, αντικείμενον δ’ έχουσαν ν' αποδεικνύη το μέλαν λευκόν, την σελήνην τετράγωνον και την κακίαν αρετήν, επειράθη ν' ανεύρη δι' αυτής τίνι τρόπω ηδύναντο να δειπνήσωσιν αναμαρτήτως.

Σκοτώσανε άφθονους Ρούσσους, μα μας το πληρώσανε καλά: Οι γιανιτσάροι περάσανε το Αζόφ διά πυρός και σιδήρου χωρίς να χαριστούν ούτε σε γένος ούτε σε ηλικία. Έμεινε μόνο το δικό μας μικρό φρούριο. Οι εχθροί θελήσανε να μας πιάσουν με την πείνα. Οι είκοσι γιανιτσάροι ωρκιστήκανε να μην παραδοθούνε ποτέ.

Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!

Τι γυρεύεις από μένα, εσύ; Μήπως έρχομαι εγώ να σε βρω; Όλοι εσείς σ’ εμένα έρχεστε, όταν η πείνα ή το βίτσιο σας σπρώχνουν. Ήρθε ο ντον Τζάμε, ήρθαν οι κόρες του, ήρθε ο εγγονός του. Ήρθες κι εσύ, φονιά! Και όταν έχετε ανάγκη είστε καλοί, μετά όμως γίνεστε άγριοι σαν λυσσασμένοι λύκοι. Φύγε…

Σαν εφούσκωνε καλά την παραδαρμένη του, εξεζωνόταν τη φουστανέλα του, κ' έγερνε σε καμιά λάκα ανάσκελα. Άνοιγε το στόμα στον ήλιο σα λουρίτης, κι αγκομάχαε από το πολύ πρήσιμο. Μα όσο να τον τρέφουν, παιδιά μου, οι γονήδες του τον καθένανε, έρχεται, καιρός που τους χάνει. Κ' είνε πια πρεπειό του κι ανάγκη του, να ξεδουλέψη κι ατός του το ψωμάκι του. Μην ψοφήση από την πείνα, σα μολεμένο κουτάβι.