United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.

Εάν δε κανείς πάλιν ήθελε μας ερωτήσει, από τι ημείς αφού απαλλαγώμεν, δεν θα είχομεν ανάγκην χρημάτων; αν μας ηρώτα, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν από τι; Περί τούτου ας σκεφθώμεν κατά τον εξής τρόπον: Αν ο άνθρωπος ηδύνατο να ζη χωρίς τροφάς και ποτά και ηδύνατο να μη πεινά ούτε να διψά, θα είχεν ανάγκην αυτών, ή ανάγκην αργυρίου ή τινος άλλου όπως ταύτα προμηθεύεται ;

Μετά την νηστείαν του όθεν την τεσσαρακονθήμερον, όσον και αν υπεστήριζον τας δυνάμεις του οι βαθείς λογισμοί και η υπερφυσική βοήθεια, η πείνα την οποίαν ησθάνθη ήτο μεγάλη.

Όλοι μου λέγουν: Έρχονται! — Το δυνατόν μας κάστρον την πολιορκίαν των θα έχη να γελάση. Να μείνουν ως που λοιμική και πείνα να τους φάγη! Αν μη τους εδυνάμοναν εκείνοι που μ' αφήκαν, αφόβως τους αντίκρυζα στήθος με στήθος τώρα, και να τους έδιωχν' απ' εδώ! Τι είναι; Ποιος φωνάζει; ΣΕΥΤΩΝ Γυναικών ξεφωνητά μου φαίνονται, αυθέντα. ΜΑΚΒΕΘ Σχεδόν το ελησμόνησα τι πράγμα είν' ο φόβος.

Προ των κλωβών των επεδεικνύοντο υπό των φυλάκων ολόκληρα τεμάχια αιμοσταγούς κρέατος όπως εξάπτεται εν αυτοίς η μανία και η πείνα. Από καιρού εις καιρόν, αι κραυγαί των θηρίων εξερρήγνυντο εις μίαν θύελλαν τόσον τρομακτικήν, ώστε οι άνθρωποι, οι οποίοι ίσταντο προ του ιπποδρομίου, δεν ηκούοντο πλέον όταν ωμίλουν.

Κι αν τύχη και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μαζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσης τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσης, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσης, πολίτες αληθινούς να τους κάμης, — διαβασμένε μου πατριώτη. Άλλος εκεί παρακάτω!

Δάκρυον ορφανού....... 0,02 Στεναγμοί χήρας....... 0,01 Πείνα συνταξιούχου...... 0,01 Εύνοια Τούρκου....... 0,03 Ελαστικότης κώδικος..... 0,05 Νωθρότης εισαγγελέως.... 0,03 Ευήθεια μετόχου....... 0,85 1,00

Αλήθεια, ήτο μικρό, πολύ μικρό· μέσα εις την τόση πείνα όπου είχαν, ποιος να φάγη να γιατρευθή και ποιος να φάγη να 'γειάνη; αλλ' από τίποτε, καλό κι' αυτό. . . Και η Μάρω έβαλε την χείρα εις τον κόλπον της και το εξήγαγε μετά χαράς. — Δικό σου, Γιάννο μου· είπε, προσφέρουσα αυτό εις τον αδελφόν της. — Ψωμί; α, όχι· είνε δικό σου. — Εγώ δεν πεινάω.

Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχεν υιοθετήσει, ήταν τόσο πτωχό, όπου μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κ' εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήση.

Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά!