United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί.

Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού!

Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το ιβάνιον εντός του ύδατος. Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν.... Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα...

Συνεκέντρωσα ένεκα τούτου όλην την δύναμιν της προσοχής μου, ως εάν το πείσμα τούτο ήρκει να σταματήση έως εκεί την μανίαν του χάλυβος. Προσεπάθησα να φαντασθώ κατά πρώτον το τρίψιμο της σπάθης όταν θα έσχιζε τον μανδύαν μου, ή ακόμη την οξυτάτην αίσθησιν, την οποίαν παράγει εις τα νεύρα μου η προστριβή του υφάσματος.

Ο Άγιος Αυγουστίνος, οσάκις εμελαγχόλει, ε κ υ λ ί ε τ ο ε ι ς τ ο ν β ό ρ β ο ρ ο ν ως εις εύοσμον λουτρόν, η Αγία Γενοβέφα εδάκρυε μέχρις ου ηναγκάζετο ν' αλλάξη υποκάμισον, ο άγιος Φραγκίσκος ενηγκαλίζετο χιονοσκεπή αγάλματα, η αγία Λιμπανία έσχιζε τας σάρκας της διά σιδηρού κτενίου και η Αγία Λιουτβίργη κατέπινε βελόνας.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδυνή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Τα κύματα έσπαζαν στο μώλο αγριεμμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα: «Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται... Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο-τρία ρόμια για να παρηγορηθή, κούνησε το κεφάλι του. — Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφασι να πνιγή στη στερηά, είπε.

Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540

Ως τόσον ο βεζύρης διά να μη φανερώση εκαμώνονταν πως του εκακοφαίνετο μεγάλως, και άρχισε και έσχιζε τα φορέματά του, και εθρηνούσεν απαρηγόρητα· επρόσταξεν υστερώτερα διά να τον θάψουν μετά μεγάλης τιμής, κάνοντας να τον βάλουν εις ένα κοιμητήριον ιδικόν του, εκεί που είχε τους γονείς του βαλμένους· και αφού έστειλε διά να τον θάψουν, έβαλε βούλαν εις το σπήτι του, διά να γένη βασιλικόν το έχειν του, με το να μην είχε κληρονόμους.