United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ, με τους Βουλγάρους που παίρνουν τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη, τη Βίζα, το Σκοπό, το Διδυμότειχο, την Αίνο, το Σουφλί, τη Γιουμουλτζίνα, την Ξάνθη, το Δεδεαγάτς, όλη την Θράκη την Ελληνική και βρίσκονται απ' όξω από την Πόλη, και ακόμα τη Δράμα, την Καβάλα, το Μελένικο, το Νευροκόπι, τις Σέρρες, τη Στρούμνιτσα, το Γεύγελι, και είναι μαζύ μας στη Θεσσαλονίκη, και ίσως πάρουν και το Μοναστήρι και τη Φλώρινα, με τους Βουλγάρους, που η μια γενιά είναι χωριάτες και η άλλη, τα παιδιά των χωριατών, με όλα τα καλά και όλα τα κακά του χωριάτη, που κατέβασαν εκατό χιλιάδες ταύρους και βώδια στις Ρωμέικες πολιτείες και στα χωριά, και χωριάτικα βάλθηκαν από τώρα να ξεκάνουν τους Ρωμιούς, με βρισιές, αρπαγές, ληστείες, ξύλο, αγγαρείες, βούρδουλα, ατίμωσες, και απαγορεύουν τη γλώσσα μας και αρπάζουν ή κλείνουν από τώρα τα σκολειά και τις εκκλησιές μας, εγώ, έρχονται ώρες που ντρέπομαι για λογαριασμό μας και μου φαίνεται πως έτσι που τα κάναμε, δεν κάναμε παρά τον προαγωγό στους Βουλγάρους μέσα στα σπίτια μας.

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.

Α, ναι, αυτές τις μέρες ακριβώς, όταν κάθομαι να γνέσω, μου φαίνεται ότι ακούω ποδοβολητά αλόγου… Να τος, είναι εκείνος, που πάει στο πανηγύρι, καβάλα στο μαύρο του άτι, με τα δισάκια γεμάτα…. Περνάει και με χαιρετά: Ποτόι, έρχεσαι καβάλα; Εμπρός, ξελογιάστραΣυγκινημένη μιμούνταν τη φωνή του ευγενούς νεκρού.

Στο κεφάλι του ο Σιφογιάννης φορούσε μαύρη πέτσα . Οι Ρωμιοί τότε απόφευγαν τα ζωηρά χρώματα και φρόντιζαν να φαίνωνται ταπεινοί, για να μη θεωρούνται επιδεικτικοί, ότε μπορούσαν να θεωρηθούν από τους Τούρκους προκλητικοί. Με το βάδισμα του γαϊδουριού, σειότανε η άκρη της πέτσας του Σιφογιάννη. Ήτον καθισμένος στο σαμάρι δίπλα, με ρωμαίικη καβάλα, όπως την έλεγαν τότε και την λέγουν ακόμη.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Κι αυτός συμπαθώντας το Δάφνη ορμήνευε να φανερώσουν τα όσα είχανε γίνει πρώτα στο νέον αφέντη, και τους έδινε το λόγο του πως θα τους βοηθήση κι αυτός, επειδή τον εστιμάριζε, γιατί είχαν φάει ένα γάλα. Κι όταν εξημέρωσε έτσι έκαμαν. Ήλθεν ο Άστυλος καβάλα· κι ο παράσιτός του· καβάλα κι αυτός.

Κοίταζε τις φιγούρες που περνούσαν στο μονοπάτι μπροστά του, μήπως καμιά τού ήταν γνωστή, και πράγματι, ξαφνικά έσκυψε κλείνοντας τα μάτια όπως τα μικρά παιδιά, όταν θέλουν να κρυφτούν. ΄Ενας άντρας κάπως ατημέλητος, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο, ανέβαινε αργά, καλυμμένος ολόκληρος με ένα καπότο από ορμπάτσε με φόδρα από σκαρλάτο.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Μπορείς να το φορτώσεις με ένα βουνό και θα το κουβαλήσει. Το βλέπεις; Πηγαίνει σαν να μην ήταν σελωμένο. Για πες μου τώρα εσύ, τι ήρθε να σΚαλίσει εδώ πέρα ο αλήτης ο ανεψιός μου;» Ο Έφις του έκανε μια γκριμάτσα πίσω από την πλάτη. Α, να λοιπόν γιατί τον πήρε καβάλα στο άλογο! «Γιατί αλήτης; Υπάλληλος ήτανε.» «Τι έκανε; Έξυνε τα νύχια του;» «Και όμως, είχε μια πολύ καλή δουλειά! Στο Τελωνείο.