Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Κοίταζε τις φιγούρες που περνούσαν στο μονοπάτι μπροστά του, μήπως καμιά τού ήταν γνωστή, και πράγματι, ξαφνικά έσκυψε κλείνοντας τα μάτια όπως τα μικρά παιδιά, όταν θέλουν να κρυφτούν. ΄Ενας άντρας κάπως ατημέλητος, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο, ανέβαινε αργά, καλυμμένος ολόκληρος με ένα καπότο από ορμπάτσε με φόδρα από σκαρλάτο.
Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε!»
Προσευχόταν απορροφημένος, αλλά, όταν ο Έφις του άγγιξε ελαφρά το καπότο έστρεψε έκπληκτος στην αρχή, έπειτα βίαιος, χωρίς να αναγνωρίσει το ζητιάνο. «Στο διάολο! Ούτε εδώ δεν μας αφήνετε ήσυχους;» «Ντον Πρέντου, αφεντικό! Είμαι ο Έφις, δεν με αναγνωρίζετε;»
Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες. Έκαμε νανασηκωθή, άμα μείδε, και μούπε μανησυχία: — Είντα! μισεύγεις από 'δα στη χώρα; — Όι, θα πάω στον Άη Θωμά κήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.
Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται. — Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή.
Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκα.» Πετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.
Κ' έτρεξα να έμβω εις την εκκλησίαν. Τα άλλα τα παιδιά από τον φόβον τους έγειναν άφαντα εις την πρώτην φωνήν μου. Ο Φαφάνας, τρέμων από τον φόβον του, μ' έπιασεν από το καπότο, και μ' ετραβούσε κ' έλεγε με λαχτάραν. — Πού είνε; Πού είνε, Μισακέ, το κρεββάτι; Εις τον νάρθηκα εκεί επί τοίχου εστηρίζετο κρεμασμένον το ξυλοκρέββατον διά τας κηδείας των πεθαμένων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν