United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι μέρες όμως ήταν κιόλας πολύ ζεστές και ο Έφις σκεφτόταν και τις μπόρες που φουσκώνουν το ποτάμι χωρίς αναχώματα και το κάνουν να τινάζεται σαν θεριό και να καταστρέφει τα πάντα.

Συλλογιζόμουνα τα σκληρά λόγια : «Κατηραμένη η γη ένεκα σού». Το αίστημα εκείνου που είχα και κείνου που έβλεπα μου είταν τόσο δυνατό, ώστε φοβόμουνα να μιλήσω, για να μην προδώσω τη συγκίνησή μου με δάκρυα. Και προσπαθούσα να κρατήσω κιόλας τους συλλογισμούς μου να μην πάρουν τη μορφή του λόγου, για να μη φανώ αιστηματικός στη γυναίκα μου. Τέλος πήρα τη Γραφή και την έβαλα στην άκρη.

Αφτά δεν τα θυμάσαι, 160 Μον τ' αψηφάς! Και τώρα δα με φοβερίζεις κιόλας να πάρεις με το χέρι σου την κόρη, που για κείνη αίμα έφτυσα και που ο στρατός μούχει χαρίσει εμένα.

Ο Σβεν τραγουδούσε και γελούσε και λάμπανε τα μεγάλα γαλανά μάτια του. Γιατί να ντρέπεται να τραγουδά, αφού διασκέδαζε ο ίδιος τόσο μ' αυτό κι αφού κιόλας τραγουδούσε τόσο ωραία; Αυτό το είχε πει η μαμά κι όταν εκείνη εύρισκε πως τραγουδά ωραία, έπρεπε να το βρίσκουν όλοι ωραίο.

Εξόν από τον τρομερό και άσκοπο κόπο που επιβάλλει στο παιδί, να μάθει δηλαδή μια γλώσσα, που δεν είναι δική του, και να τη βάλει στη θέση της δικής του, παραφορτώνει κιόλας και παραγεμίζει το μυαλό του παιδιού μ' έναν αρμαθό άταχτες, περιττές κι ασύνταχτες γνώσες, με το σκοπό να κάνει το παιδί άξιο για τι νομίζετε; Για να α ν α β ε ί σε ανώτερα σκολεία.

ΑΝΑΤ. Ταμάμ αστρονόμοάφεριμβρίζει κιόλαςεγώ τούρκο ντεν είμαι, χριστιανό ορτότοξο είμαιχατζή άντρωπο είμαιιψέματα ποτές μου ντε λέωχιτζ ποτές άντροπο βαφτίζουνε με το γιαγούρτι; — άιδε να ντιγιούμε τι τα πης ακόμααγάλια αγάλια τα πης αύριο με μποζά βαφτίζουνε. Αστυνόμος, Λογιώτατος, Γραμματεύς της Αστυνομίας, Στρατιώται.

Και κάθε φορά που τα δίπλωνε τα μοσκομυρισμένα συγύρια της και τα ξαναστοίβαζε, κοντοστέκουνταν και λίγο και συλλογιότανε το τι ερωτιάρικα λόγια θα του ξαναπή αύριο του καλού της σαν τον ανταμώση το βράδυ καταπώς συφωνήσανε, και ποια μέρα θα βάλουνε κιόλας για τον καθαυτό τον αρραβώνα, που πρέπει να τελεστή κι αυτός με την τάξη του, να την αναγνωρίσουνε νύφη τους κ' οι συμπεθέροι.

Ας την παντρευτή κιόλας να γλυτώσουμε. Πέρασε δεν πέρασε το πανηγύρι της εκείνο τις προάλλες, και ρίχτηκε τανιψιού μου εψές, εκεί που σεριάνιζε το ξεφάντωμα. Και στο δρόμο μέσα η αθεόφοβη. Θα της βάλη γνώση ο Χουσεήνης της ξεμυαλισμένης, κ' έννοια σου. Και δος του γέλοια ο Χουσεήνης, που σαν αληθινός Κρητικός έπαιρνε κι αυτός από χωρατά.

Τα βόλεψες τάλογα, Θανάση; Κι άλλα θα χρειαστούμε για τα προικιά, μα στέλνουμε τον Κεριάκο απόψε και μας τα φέρνει από τη χώρα. Εσύ τώρα να πας στα παιχνίδια. Θανάσης. Να μας ζήσης που μας τα τέλειωσες μια χαρά. Κ' είταν ώρα μας μα το ναι, γιατί ο κόσμος όξω μας την πάντρευε κιόλας με τον έναν και με τον άλλον. Κωστ.

Κ' ήξερα κιόλας πως ποτέ άλλη φορά από την ημέρα που πέθανε ο Σβεν δεν είχα έρθει τόσο κοντά της, όπως τώρα.