Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
H Μαργή λέει πως δε θέλει· μα όλες η κοπελιές στην αρχή λένε όχι κ' ύστερ' αγάλια αγάλια λένε το ναι. Με τον καιρό θε να γενή η αγουρίδα μέλι. Ο Μανώλης έπαυσε πάλιν να περνά από το δρόμο του Θωμά και απέφευγεν επιμελώς πάσαν συνάντησιν με την Πηγήν. Εξ εναντίας επεδίωκε πάσαν ευκαιρίαν διά να βλέπη την θυγατέρα της χήρας.
Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει, Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.
Ο αμαξηλάτης κάθησε στη θέση του, πήρε τα λουριά και το καμουτσίκι στα χέρια του και φώναξε καμαρωτός και δυνατά: «Ντε!, ντε!» Τ' άλογα τράβηξαν αγάλι' αγάλια, η σούστα κουνήθηκε, τ' αντρόγυνο απόμεινε εκεί, ο ένας στο πλάι του άλλου, γελαστοί, ευχαριστημένοι κατάκαρδα με κάποια λάμψη περηφάνειας στα μάτια τους, για τη μεγάλη εκείνη τιμή της κόρης τους.
Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.
Πάει ο χορός στρωτός-στρωτός και το τραγούδι αγάλια: — Όλαις η κόραις τον γιαλού, η ώμορφαις Νεράιδες, Όλαις μαραίνουν λεβεντιαίς, μαραίνουν παλληκάρια, Και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο. Κ' εμένα μ' εβαλάντωσε, με μάραν' η αγάπη, Μ' εμάραν' ένας κυνηγός κ' ένας καλός λεβέντης, Με το γραμμένο του κορμί με τη γλυκειά φωνή του.
Στρατιώται και ο Ανατολίτης. ΑΝΑΤ. Έι τζάνουμ. μη σκουντάς — κόσμος γλέπει, ντρέπομαι — αγάλια αγάλια — ιστέ εγώ παγαίνω — μη φοβάστε, ντε φεύγω — μπαξίσι σου εγώ ντίνο ένα τάλλαρο τζίλικο .
Το γεροντάκι τους γνώρισε χαμογελώντας, κι ανέβηκαν στο σπίτι και οι τρεις· στρώθηκε το τραπέζι στην πρασινοστολισμένη ταράτσα, ενώ η νύχτα άπλονε το μαλακό της πέπλο στην εξοχή, και σκορπούσε αγάλι' αγάλια ολοένα γλυκύτερο και βαθύτερο μυστήριο στο μεγάλο κάμπο.
Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155 «Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.
Κ' απάνω σ' όλ' αυτή την πίκρα, μια κοντούλα γερόντισσα που θα συνέβγαλε ως τα σήμερα πολλά παιδιά κι αγγόνια για το στρατό, τράβηξε μπροστά, και σέρνοντας αγάλι' αγάλια τα τρεμάμενα ποδάρια της, ζήτησε να της σύρουν το χορό, για να καλοστρατήσουν οι ξενητεμένοι. Μεγάλη αλυσίδα χορού απλώθηκε τότε στην ακροθαλασσιά.
Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν