United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την κατωτέρω διήγησιν, καθώς και μίαν άλλην, επιγραφομένην «το Θαύμα της Καισαριανής», ήκουσα εκ στόματος της παθούσης, ήτις είνε η κυρά Ρήνη Ελευθέραινα, του ποτέ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Αθηναία. «Με είχαν παρατήσει όλοι οι δικοί μου, ο άνδρας μου, όπως κι' ο αδερφός μου...Είχα πανδρευθή μικρή, μ' αυτόν τον μπάρμπα-Λευθέρη, που βλέπεις που κοντεύει τώρα τα ογδονταπέντε.

Εις την ερώτησιν του ενός χωροφύλακας, εκείνου τον οποίον είχεν ανατρέψει φεύγων ο Μούρος, «γερόντισσα πού είναι ο γυιόκας σου», δεν είχεν απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, όστις εφαίνετο ανθρωπινώτερος, με ήρεμον τόνον είπε·Κύτταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη. — Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απήντησε μεθ' ετοιμότητας η Φραγκογιαννού.

Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος.

Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του, και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε· «Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, 395 των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία· έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση».

Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι, κι' ολίγα κουκιά. Και απεμακρύνθη. Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Κσμπαναχμάκη, Η σύζυγός του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν.

Ο μεγαλόσωμος γιατρός, φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, σηκώθηκε. — Ε! τι έχει το παιδί σου γερόντισσα; — Μην τα ρωτάς, κυρ γιατρέ. Ένα μήνα τόρα άλαλο, από κάψα σε κάψα. Αχ! παιδάκι μου... Και σήκωσε το παλιοχράμι, ξεσκέπασε το παιδί της από το κεφάλι ως τα πόδια.

Η βασίλισσα του νησιού συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η οποία με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η Ρεσπίνα έδειξε κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα ο λαός την εβίασε και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν να μετανοήσουν.

Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις ετούτην την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος να με δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της έδωκεν ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση.

Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Ακριβή μου μητέρα, είπεν ο Κουλούφ, σε παρακαλώ να αφήσης ετούτος ο σκλάβος να έλθη μαζί μας· επειδή και είναι ένας πολλά επιτήδειος νέος, ο οποίος τραγουδεί πολλά εύμορφα, κάνει στίχους αιφνιδίως, και άλλα πολλά νόστιμα πράγματα, και της Κυράς σου δεν θέλει της κακοφανή ωσάν τον ιδεί. Η γερόντισσα δεν ωμίλησεν άλλο, παρά τους επήρε, και τους έφερεν εις το παλάτι της Κυράς.