United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και τον ναύλο τους και ζηλότυπος τους εχώρισεν ο χιονιάς. Εκατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίση το δικό μας και ολόκληρο ημερονύχτι εθαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάη μαζί να ξεσκάση. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες. — Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να ταρέση καλύτερα η θάλασσα απ' την καλογερική. Τα λόγια του Μελαχροινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί πούπρεπε.

Τρεις μέρες μετά ο Έφις γύρισε και για να μην πληρώσει το ναύλο για το άλογο φορτώθηκε στην πλάτη το δισάκι και ξεκίνησε με τα πόδια. Ο καιρός είχε δροσίσει: από τα βουνά του Νούορο κατέβαινε το αεράκι των δασών και έτρεχε έτρεχε πάνω στη χλόη κατά μήκος του ποταμού και έμοιαζε να θέλει να κατέβει μαζί του στη θάλασσα.

Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• «τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 μη μου ομιλήση αν μ' απαντάτον δρόμον ή 'ς την βρύσι, μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρουτο παλάτι, και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλάτον νου σας κρύψτε τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, μες το παλάτι μήνυμαεμέν' ευθύς να φθάση• τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• ότι το βασιλόπαιδοτα μέγαρ' ανατρέφω• 450• είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία θαύρετ' οπού τον φέρετεανθρώπους αλλοφώνους».

ΑΣΤ........ Γιατ' είσαι κατεργάρης. Ο Αστυνόμος και αι Γυναίκες. ΑΣΤ. Ποιος τον εφούγιαξε γιαμά αυτόν το τζαρλατάνο; ΚΑΝ. Εμείς τον εφωνάξαμε κι' ανέβηκε απάνω. ΑΣΤ. Όμορφο μπόγια βρίκατε καλόνε κατεργάρη. Οπού με τζη ψευτίαις του ήθελε να σας 'γδάρη. Να στείλη και τον άρρωστο ς' τον άδη χωρίς ναύλο, Κι' α δεν επρόφτανα εγώ τ' έκαμνε δίχως άλλο.

Ο καπετάν Φώκας δεν ήθελε να τον τσουρμάρη τελευταία, ούτε οι ναύταις του τον ήθελαν. Μα τι να κάμη; του έλειπεν ένας ναύτης. Το ξέρω, βρε παιδιά μου, έλεγε. Μα να χάσωμε το ναύλο; Και τον ετσουρμάρισε. Έτσι λες εσύ; Να κινδυνέψωμε για τον Αράπη. Α! Πάπα-Δράκο! παιδί μου! παρακαλεί ο καπετάνιος, λοιπόν είπαμε. Ίσα τον Αράπη! Ο Παπα-Δράκος ήτανε έτοιμος.

Να βρω το ναύλο μου και να φύγω...» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μαςΝα τον στείλω μαθές, είπα κ' εγώ.

Μόλις κι' εκείνου ήρχισε η γλώσσα να προφέρη τας νέας θεωρίας μου, θεότρελλος εφάνη. και τα παπούτσια τούδωσε ο έμπορος 'στο χέρι, και δίχως ναύλο έφυγε, θαρρώ, 'στο Ταϋγάνι. Κι' έμεινα μόνος, μεταξύ των Ρώσσων και των χοίρων, εγώ ο λάτρις των Μουσών, των Αθηνών δημότης! εμπρός μου επτερύγιζε ο Δον Ζουάν κι' ο Βύρων, κι' εδίψα έρωτας θερμούς η πρώτη μου νεότης.

Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.