United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δεν θέλω ούτετα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάη μαζί να ξεσκάση. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες. — Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να ταρέση καλύτερα η θάλασσα απ' την καλογερική. Τα λόγια του Μελαχροινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί πούπρεπε.

Τι φιλιά ήταν εκείνα! τι γλύκες ! Με τι μάτια τις έβλεπε τώρα η Βεργινία αυτές που θέλανε να της πάρουν τον άντρα της ! Και να που αρχινίσανε να της τον επαινούν όλες μαζί και δος του κατηγορίες του κοριτσιού που εξ αιτίας της βέβαια αργούσε ο Κύριος Νίκος. «Βρέθηκε γεβεντισμένος ο άνθρωπος, σκασμένος απ’ τη στενοχώρια του ! Έμ ας ξεσκάση δα και λιγάκι ο καημένος σα νέος που είναιΚαι μόλο που ξέρανε σε τι μεριά την άγγιζε η βελόνα τη Βεργινία θανάσιμα, όλο και για παιδιά να μιλούν: αφού κ' η εξαδέρφη τους η Μίνα, πούχε πάρει το γιατρό απ’ το Αίγιο, «έπειτ' από τρία χρόνια που δεν έκανα παιδιά απόχτησε το διάδοχο, κ' εκεί που πρώτα δεν ήταν τρόπος να συμμαζέψη τον άντρα της, τώρα όλο και φιλιούνται σαν τα τρυγονάκια . . .» Η Βεργινία αισθανόταν πάλι πως θα λιγοθυμήση- Κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους οι δεσποινίδες.

Κέρδισε τότες ο Αυρηλιανός· και τόσο του βαριοφάνηκε, λένε, του Τύφου, που για να ξεσκάση κατασκεύασε είδος μικρή λίμνη με ψεύτικα νησάκια, μέσα και με ζεστά νερά γεμισμένη. Κι απάνω και γύρω στα νησάκια εκείνα ο Τύφος κ' οι φίλοι του, καθώς κ' οι φιλενάδες, περνούσαν ακόλαστες ώρες.

Πάρ' ένα κουρέλλι από τα παλιόρρουχά τους, και κράτα το φυλαχτό, γιατί είναι από φυλή που άρχισε να φουσκώνη η καρδιά της. Να ξεσκάση γυρεύει· τα κόκκαλά του τοιμάζεται να σπείρη στα έρμα του τα βουνά, τα κόκκαλα, που αυτά μονάχα βγάζουν και θρέφουν τάγιο το δέντρο. &ΣΗΜ. Αυτές οι φυλλάδες πρέπει να γράφηκαν κατά τα 1889/90. Έξη χρόνια κατόπι σπάρθηκαν τα κόκκαλα που λέει ο Γεροδήμος.