United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη. Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα.

Να κοιμούνταν άραγες οι βάρβαροι εκείνοι ως τα τότες; Να μην είχαν τάχα κάμει περιοδείες σε διάφορα γειτονικά μας μέρη οι περίφημοι οι Γότθοι, καθώς κι άλλες άγριες φυλές της Ευρώπης, πρι να κατεβούνε στο Ρήνο και στον Ίστρο από τα Σκαντιναβικά και τάλλα βορεινά τους φωλιάσματα; Το βέβαιο είναι πως και μας ξέρανε και μας βλέπανε.

Πλήθος κόσμος σφιγγότανε στην πόρτα κι' ακόμα περισσότερο μέσα· μια πολύ ευχάριστη μουσική ακουότανε και μια ηδονική μυρωδιά κουζίνας τους έφτανε. Ο Κακαμπός πλησίασε στην πόρτα κι' άκουσε να μιλούνε περουβιανά· ήτανε η μητρική του γλώσσα· γιατί όλος ο κόσμος ξέρει, πως ο Κακαμπός είχε γεννηθή στο Τουκουάν, σ' ένα χωριό που δεν ξέρανε άλλη γλώσσα απ' αυτήν.

Δε δοκιμάζανε να ξηγήσουν εκείνο που είτανε μονάχα απλό και μέγα. Ξέρανε μόνο πως η μαμά ήθελε να πεθάνη και να τα παραιτήση, αυτό γινότανε μόνο γιατί είταν άρρωστη κι αδύνατη και γιατί δεν μπορούσε να ζήση. Αν τους έλεγε κανείς πως μ' αυτό η μαμά τους έδειχνε πως ταγαπούσε κείνα λιγότερο, θα γελούσανε ή θα θυμώνανε. Τώρα μιλούσαμε για διάφορα πράματα, που δεν τάκουγα.

Γιατί όλα είχαν εννοήσει, καθένα με τον τρόπο του, όλα είχανε μιλήσει μεταξύ τους όπως και μεις οι μεγάλοι και ξέρανε πως η ζωή της μαμάς κιντύνευε και πως θα έκανε την εγχείριση για να μπορέση να ζήση χάρη τους. Ο Σβεν πήδησε στην αγκαλιά της μαμάς και στρυμώχτηκε στο στήθος της. Και μας έκαμε όλους να χαμογελάσουμε μέσα στα δάκρυα, όταν είπε: — Η μαμά δεν πρέπει ταφήση το μαϊμουδάκι.

Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ' το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκειά και κρουσταλλένια: «Ωχ! Αγγελικούλα μουΌλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι' αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβύσει ανάμεσα στα κλαδιά.

Νομίζατε πως λέω λόγια του αέρα, πως το κάνω επειδή βαριόμουνα τη δουλειά. Μα το κακό για σας, δεν είναι αυτό, κ. Φιντή, το μεγάλο το κακό είναι πως οι εργάτες ξέρανε την κατάσταση των καζανιών, και όλοι τώρα έχουνε να κάμουν εναντίο σας.

Δεν ήταν εύκολο να πάνε στη Γαϋέννα· ξέρανε καλά προς ποιο μέρος έπρεπε να βαδίσουν· αλλά παντού βουνά, ποτάμια, γκρεμοί, ληστές, άγριοι· υπήρχαν παντού τρομερά εμπόδια.

Οι δυο χαμένοι ταξιδιώτες ακούσανε κάποιες μικρές φωνές που μοιάζανε γυναικείες. Δεν ξέρανε, αν αυτές οι φωνές ήτανε χαράς ή πόνου· όμως πεταχτήκανε ορμητικά επάνω με την ανησυχία και τον τρόμο, που εμπνέουν όλα σ' έναν τόπο άγνωστο.

Αλλά, καθώς οι παράξενοι αυτοί εμπόροι όλη την ημέρα έτρεχαν στα ευγενικά παιχνίδια, στο ζατρίκι, και στο τάβλι, και ξέρανε καλλίτερα να ρίχνουν τους κύβους παρά να μετράνε το σιτάρι, ο Τριστάνος φοβώτανε μη τους ανακαλύψουν, και δεν ήξερε πώς να κάνη. Λοιπόν, ένα πρωί, κατά τα ξημερώματα, άκουσε μια φωνή τόσο τρομερή που θάλεγε κανείς ότι ήταν η κραυγή κάποιου δαίμονα.