United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά είνε τόσον περιορισμένη η ανθρωπότης, ώστε δεν έχει καμμία αίσθηση για την αρχή και το τέλος της υπάρξεώς της. Τώρα ακόμη ανήκω σε σένα, αγαπημένη μου! και σε μια μόνη στιγμήχωρισμένοι, χαμένοι ο ένας για τον άλλον . . . Όχι, Καρολίνα, όχι!

Αλλ' ο αγαθός μας Βεστφαλιανός είχε πάρει ένα ωραίο σπαθί από τη γριά μαζί με το κοστούμι. Τραβάει το σπαθί του, αν και ήταν άνθρωπος μαλακός, και σου ξαπλώνει τον Ισραηλίτη ξερόν πάνω στις πλάκες, στα πόδια της ωραίας Κυνεγόνδης. — Παναγία Παρθένε! φώναξεν εκείνη, τι θα κάνομε τώρα; Ένας άνθρωπος σκοτωμένος σπίτι μου! Αν η δικαιοσύνη έρθη, ήμαστε χαμένοι.

Τι να σ' κάμ' απ' δω!... Τι νάπαιζε; πούχες ούλες τις σιγουριές!.... Και κερδισμένοι, και χαμένοι, οι πρώτοι κατακκόκινοι, οι δεύτεροι κατακίτρινοι, σηκόνουν τα ματάκια τους κατ' απάνω μου, λιγόνονται, και ξαναλιγόνονται.

Από την άλλη μεριά ο Άρειος, βλέποντας ξεκαμωμένο τον Αθανάσιο, συλλογιέται πως καιρός του είναι να κατέβη και να θρονιαστή πια στην Αλεξάντρεια, και πηγαίνει εκεί μ' αυτό το σκοπό. Η Αλεξάντρεια όμως, ορθόδοξους γεμάτη, ησυχία δεν είχε αφότου ξαναφάνηκε πάλε ο Άρειος. Δεν τους ήρθε των φίλων του Αρείου και του Ευσεβίου αυτή η αναστάτωση. Μια και νάφτανε σταυτιά του Αυτοκράτορα, είτανε χαμένοι.

ΘΕΡΑΠΩΝ Εκείνη μόνο εχάθηκε; Όλοι είμαστε χαμένοι. ΗΡΑΚΛΗΣ Είδα εγώ τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα πως τα μαλλιά σας είχατε κομμένα. Μα εκείνος με έπεισε πως πέθανε κάποιος απ' έξω ξένος. Διά της βίας με εκράτησε στο σπίτι το θλιμμένο, και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε.

Και εμπαίνοντας μέσα, και μην ευρίσκοντάς τον Αμπτούλ εις το κιβούρι, ολίγον έλειψε που να τρελλαθή από την θλίψιν του· και ευθύς εγύρισεν εις το παλάτι, και ανήγγειλε του βασιλέως εκείνο που συνέβη· ο οποίος εν τω άμα έπεσε λιπόθυμημένος από τον πόνον του· και αφού εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του, λέγει του βεζύρη τι θέλει γίνει εις ημάς τώρα, που τούτος μας έφυγεν; εμείς είμασθε χαμένοι από τον Καλίφη· εξέταξε λοιπόν μήπως και τον εύρης, επειδή και μακράν από εδώ δεν επήγε.

Και αν ήτο πραγματική η όψις την οποίαν είχεν ιδεί ο Πάπος, σώματα προσκεκολλημένα επάνω εις τας υφάλους Αραπάκια, και αν πράγματι είχεν ακούσει αγωνίας κραυγάς, και αν η φαντασία τον είχεν απατήσει, οι άνθρωποι εθεωρούντο χαμένοι πλέον. Μετά τόσας ημέρας δεν ανεφάνησαν. Είτε εις τ' Αραπάκια, είτε αλλού, ενομίζοντο πνιγμένοι.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ Όλοι οι Έλληνες. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και ο στρατός των Μυρμιδόνων πού ήτο; ΑΧΙΛΛΕΥΣ Αυτός πρώτος ήτο ενάντιος μου. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Α! απελπισία, κόρη μου! Είμεθα χαμένοι. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Με απεκάλουν έρμαιον του γάμου μου. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και συ τι τοις απήντησας ; ΑΧΙΛΛΕΥΣ Ότι δεν πρέπει ν' αποθάνη η μέλλουσα μου σύζυγος. ΚΛΥΤΑΙΜΝΉΣΤΡΑ Ορθώς. Εύγε! ΑΧΙΛΛΕΥΣ Την οποίαν ο πατήρ της μοι εμνήστευσε.

Ο Χαλκοπώγων αρχίζει να βαρύνεται την Ποππέαν, αλλά και μόνον αν υπωπτεύετό τι και συ και εκείνη είσθε χαμένοι. — Εις το άλσος δεν ήξευρα ότι ήτο αυτή· ήκουσες δε τι της απεκρίθην, ότι άλλην αγαπώ και δεν ήθελα αυτήν.

Ένας ένας πέφτανε σαν τις μυίγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είνε χαμένοι, κι όπου φύγη φύγη πια τότες. Αφίνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσης από κει και να μη λιγοθυμήσης από τη βρώμα. Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε.