Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ή θα παραδεχθή τις τον χαρακτήρα του Αμλέτου, οποίον τον επαραστήσαμεν, ή ο ποιητής εσχημάτισε το έργον του από διάφορα τεμάχια χωρίς να λάβη τον κόπον να τα συναρμόση εις ένα όλον. Εάν η εξήγησίς μας δεν είναι η αληθής, τότε το δραματικόν πρόσωπον το οποίον εκράτησε την προσοχήν της ανθρωπότητος διά τρεις αιώνας είναι γέννημα της τύχης, είναι αίνιγμα ανεξήγητον.
Αλλ' ότε η Λίγεια του παρουσίασε πάλιν έν δροσιστικόν ποτόν, της εκράτησε προς στιγμήν την χείρα και εψιθύρισε: — Τότε και συ με εσυγχώρησες; — Είμεθα χριστιανοί· μας είναι απηγορευμένον να διατηρώμεν μνησικακίαν εις τας καρδίας μας. — Λίγεια, είπε τότε ο Βινίκιος, οποιοςδήποτε και αν είνε ο Θεός σου, θα του προσφέρω εκατόν βους θυσίαν, μόνον διότι είναι Θεός σου.
Και δίχως ο πατέρας της να ξέρη, γιατί έτσι το θέλημα ήταν του θεού, — στα σπλάγχα της κρυφά το τέκνο της εκράτησε• μα όταν ήλθ' η ώρα, εγέννησε στο σπίτι της, και το παιδί το επήρε η Κρέουσα, και τόρριξε στην ίδια τη σπηληά, εκεί που μέσα στου θεού το απόχτησε την αγκαλιά, και να πεθάνη τάφησε σε κούνια βαθουλή, σώζοντας των προγόνων της το έθιμο, κ' εκείνου του βασιληά Ερεχθόνιου, που βγήκε από τη γη.
Αλλά ο Βασιλέας την εκράτησε από τη βελουδένια κάπα της και την ξανάβαλε να καθήση δίπλα του. — Περιμένετε λίγο, Ιζόλδη φίλη, νακούσωμε αυτές της τρέλλες ως το τέλος. Τρελλέ, τι δουλειά ξέρεις να κάνης; — Υπηρέτησα κόμητες και Βασιληάδες. — Αλήθεια, ξέρεις να κυνηγάς με σκυλλιά και με πουλιά;
Εμπρός το άψεγο κρύσταλλο του παραθυριού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· πανιά και άρμενο πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργόνεται από σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια όμως δεν έχουν γλώσσα γι' αυτόν· οι βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέγει, του εκράτησε τον ακρυβογιό· έρημος θα μείνη και άβλαστος ο δοξασμένος θρόνος του στον αιώνα!
— Και, αφ' ου είπον αυτά, συγχρόνως εσηκώθην διά ν' αναχωρήσω· και εν ώ εσηκωνόμην ν' αναχωρήσω, ο Καλλίας με την δεξιάν του χείρα μου έπιασε το χέρι, και με την αριστεράν εκράτησε τούτο εδώ το επανωφόρι μου και είπε· Καλλίας Δεν θα σε αφήσωμεν, Σωκράτη· διότι εάν συ εξέλθης, δεν θα έχωμεν παρομοίας συνομιλίας.
Αυτός ο βασιλέας εκάθονταν επάνω εις το θρονί του, και ωσάν είδε τον Αμπτούλ εσηκώθη με βίαν και επήγε και τον εδέχθη· τον οποίον εκράτησε πολλήν ώραν είς τες αγκάλες του χωρίς να ημπορέση να προφέρη λόγον, τόσον μεγάλη εστάθη η χαρά του· και αφού έλαβε την αναπνοήν του, είπε του Αμπτούλ.
Ο Γεωργός εκράτησε το δρέπανον και το άροτρόν του, και απήντησε. — Ιδού δέκα κόκκοι εκ της σποράς μου· σπείρε και συ. Και έλαβον τους δέκα κόκκους, και τους έσπειρα, αμέσως δε εφύτρωσαν ένδεκα φυτά, των οποίων αι κορυφαί εστράφησαν κατ' εμού, ως μαστίγια, και ανηλεώς μου κατερράβδισαν τα νώτα.
Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα• αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος, πλησίον του οποίου εκτύπησε.
Μα είντα φταις εσύ, κακορρίζικο παιδί; Ο κύρης σου ο προκομμένος τα φταίει. — Ναι, ο κύρης μου, ο κύρης μου, Καλιώ ... είπεν ο Μανώλης, έτοιμος να κλαύση ή να εκστομίση ασεβείς λόγους κατά του πατρός του. Διά ν' αποφύγη δε και το μεν και το δε, εκινήθη να φύγη, αλλ' η χήρα τον εκράτησε και επέμεινε να μάθη τα αίτια της θλίψεώς του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν