United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, 'που τόσοι Τρώες έρριξανεμέ χάλκιν' ακόντια, εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310 οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος• αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω».

Βασιλέα μου, μου είπεν ο Κατής ευθύς που με είδεν, ας είνε δοξασμένος ο ουρανός που με αξίωσε να σε δεχθώ εις το σπήτι μου, που δεν ήμουν άξιος τοιαύτης τιμής· ιδού ο Μουφάκ, του οποίου έδωσα να καταλάβη την αιτίαν του ερχομού σου εις ετούτην την χώραν· αυτός κλίνει διά να σου δώση την θυγατέρα του εις γυναίκα σου.

Εγώ χωρίς απόκρισιν ευθύς εβγήκα από το παλάτι· και ξυραφίζοντας τα γένεια και φρύδια, ενδύθηκα τούτο το φόρεμα, και εβγήκα τέλος πάντων από την πόλιν εκείνην, διωγμένος ωσάν κατάδικος, έρημος, στερημένος από όλα, εκείνος οπού προ ολίγων ημερών εις το σχήμα και την μορφήν μαϊμούς ήμουν περίφημος, και δοξασμένος από όλους, και επιθυμούσα κάλλιον να ευρισκόμουν εις την μορφήν της μαϊμούς, παρά άνθρωπος τοιούτος καταφρονεμένος.

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμετην πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμετην ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μιαν ώραν πριν λαμπροφανή ο δοξασμένος ήλιοςτην θύραν της Ανατολής την καταχρυσωμένην, ανησυχία ψυχική μ' εσήκωσ' απ' την κλίνην, κ' εβγήκα έξωτην δροσιάν κ' εκεί καταντικρύ μουτο δάσος των συκαμινιών, 'ς της πόλεως την άκρην τον είδα να περιπατή, πρωί, πρωί, τον υιόν σου. Να του 'μιλήσω 'πήγαινα· αλλά ευθύς 'που μ' είδεν εκείνος ετραβήχθηκετο πύκνωμα του δάσους.

Α, Βασίλισσά μου, της είπεν, είσαι συ το λοιπόν εκείνη που βλέπω; ας είνε πάντα δοξασμένος ο ουρανός, που σε εφύλαξεν· επειδή αυτός αφίνει διά κάμποσον καιρόν να θριαμβεύση η κακία και φαίνεται πως αποστρέφεται την κακίαν· άλλο αυτό δεν είναι, παρά διά να κάμη να λάμψη καλλίτερα με το τρέξιμον του καιρού η δικαιοσύνη του.

Εμπρός το άψεγο κρύσταλλο του παραθυριού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· πανιά και άρμενο πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργόνεται από σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια όμως δεν έχουν γλώσσα γι' αυτόν· οι βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέγει, του εκράτησε τον ακρυβογιό· έρημος θα μείνη και άβλαστος ο δοξασμένος θρόνος του στον αιώνα!

Ω Καλίφ! μην επαινάσαι πλέον πώς εσύ είσαι ο πλέον ένδοξος και ο πλέον γενναίος από όλον τον κόσμον· ένας υπήκοός σου σε υπερβαίνει· μα πάλιν είπε με τον εαυτόν του, και πώς ημπορεί ένας υπήκοος να κάνη τέτοια πολύτιμα πράγματα; πρέπει εγώ να τον εξετάξω πώς έχει τόσα πλούτη· έκαμα αχαμνά που δεν τον εξέταξα χθες· εγώ δεν θέλω γυρίσει εις το βασίλειόν μου, ανίσως και δεν θέλω μάθει καταλεπτώς πώς είνε έτσι υπέρπλουτος· αυτό μου είνε αναγκαίον να ηξεύρω διά ένα που είνε εις το βασίλειόν μου υπήκοος, και να ζη πλέον δοξασμένος από εμένα που είμαι βασιλέας του, κάνει χρεία εγώ να ξαναπηγαίνω να τον ανταμώσω, και με εύμορφον τρόπον να πασχίσω να τον κάμω να ομολογήση την αιτίαν που είνε τόσον υπέρπλουτος,

Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι «Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου 155 που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.