United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και: — Αφήκες να σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν' αδειάσης το τουφέκι σου· κ' έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος! Είσαι προδότης! Και τον εσκούντησεν έξω, κ' έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην τσέπη του!

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

ΣΙΜ. Επί τέλους δε πώς διέθεσες την περιουσίαν σου; ΠΟΛ. Εις μεν το φανερόν έλεγα εις έκαστον εξ αυτών ότι θα τον αφήσω κληρονόμον μου, αυτός δε επίστευε και εγίνετο κολακευτικώτερος, αλλ' εις την αληθινήν μου διαθήκην έλεγα εις όλους ότι τους έχω γραμμένους εκεί που ξέρεις. ΣΙΜ. Και εις την αληθινήν σου διαθήκην ποίον αφήκες κληρονόμον ή μήπως κανένα συγγενή σου;

Η Αφέντρα ιδούσα την μητέρα της ελθούσαν αντί του συζύγου, υπέθεσεν ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει εις την πολίχνην να διανυκτερεύση, όπως ενίοτε έκαμνε, και δεν επαραξενεύθη πολύ. Αλλ' άμα ανέβησαν εις τον θάλαμον, η γρηα-Συνοδιά ιδούσα ότι έλειπεν ο Αγάλλος ηρώτησε·Πού είνε ο άντρας σου; Η Αφέντρα την εκύτταξεν εν απορία. — Δεν τον άφηκες στο χωριό;

ΑΛΕΞ. Και εγώ τ' ήκουα αυτά, όπως συ, αλλά τώρα βλέπω ότι ούτε η μητέρα μου, ούτε οι Αμμώνιοι προφήται έλεγαν σωστά πράγματα. ΔΙΟΓ. Τα ψεύδη των όμως σου εχρησίμευσαν εις τους σκοπούς σου, διότι πολλοί υπέκυψαν εις εσέ επειδή σ' ενόμιζαν θεόν. Αλλά δεν μου λες εις ποίον αφήκες την τόσην σου εξουσίαν;

Αλλ' ευχαρίστως θα ήκουα παρά σου πώς υποφέρεις όταν σκέπτεσαι πόσην ευτυχίαν αφήκες εις την γην και ήλθες εδώ, τους σωματοφύλακας και υπασπιστάς και σατράπας και τόσα πλούτη και έθνη τα οποία σ' επροσκυνούσαν και την Βαβυλώνα και τα Βάχτρα και τους ελέφαντας και την τιμήν και την δόξαν και την εντύπωσιν την οποίαν έκανες όταν εξήρχεσο με την λευκήν ταινίαν περί την κεφαλήν και με την πορφύραν.

Διατί, κόρη μου, κλαίεις; Και διατί αφήκες τον κόσμον και ήλθες εδώ; μήπως οι αμαθείς άνθρωποι πάλιν σ' επεβουλεύθησαν, όπως άλλοτε, όταν εφόνευσαν τον κατηγορηθέντα υπό του Ανύτου Σωκράτην, και διά τούτο δεν θέλεις να ζης πλέον μεταξύ αυτών;

Νομίζω δε ότι ούτε την νύκτα εκοιμήθηκες μαζί του, αλλά τον αφήκες να κλαίη κι' εξαπλώθηκες σε μια θρονίδα κοντά στο κρεββάτι κι' ετραγουδούσες για να τον σκάζης. ΦΙΛΙΝΝΑ. Δεν σου είπε όμως τα δικά του, μητέρα, διότι δεν θάπερνες το μέρος του αν ήξερες τι προσβολές μου έκανε.

Έτσι περνούσα τις σελίδες αφηρημένος, σαν νάσαν χαρτί άγραφο. Οι καθηγητές μου μαγαπούσαν έως τότε και με θεωρούσαν από τους καλλίτερους στην τάξη μου. Και τώρ' απορούσαν και μούλεγαν: — Τι έπαθες, παιδί μου; Στο χωριό τον αφήκες το νου σου; Ο αγωγιάτης, που μ' επήγε στην πόλη με το μουλάρι του, ήτο χωριανός μας με τόνομα Δρακογιώργης.

Σε ξένους άντρες πάει ο νους της άπιστης γυναίκας· κι αν είν' οι γέννες της πολλές και γόνιμη είν' εκείνη, μα τα παιδιά της δεν μπορούν να μοιάζουν του πατέρα, Εσύ, Αφροδίτη, η πιο ώμορφη μέσ' στις θεές του Ολύμπου, εσύ την επροστάτευες και μήτε την αφήκες το θλιβερό τον ποταμό του Χάρου να περάση· μα βιαστικά την άρπαξες πριν φτάση να πατήση στη βάρκα την κατάμαυρη που σέρνει πεθαμμένους, και στο 'δικό σου το ναό την έβαλες για πάντα κι απ' τις 'δικές σου τις τιμές έδωκες και σ' εκείνη.