United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325 αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, άματον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.

Το κόκκινόν της χρώμα ακόμη αξεδίπλωτον το έχ' η ωραιότης επάνω εις τα χείλη σου και εις τα μάγουλά σου· του Χάρου δεν τα 'σκέπασεν η κίτρινη σημαία!

Βεβαίως το λάδι του κανδηλίου το οποίον εκπροσωπεί την ζωήν του όπως και των άλλων ανθρώπων εις τα υπόγεια του Χάρου βασίλεια, θα τελειώση μίαν ημέραν, το φως του θα σβεσθή και ο Χάρος θα έλθη να τον συλλάβη έξαφνα εις τον δρόμον του.

Κι' έτσι το γέρο μια φορά παντρεύεται η Ελενιώ· πέρνει του γέρου τον παρά, μα δεν αφίνει και το νειο. Ω βαρύ γλυκέ καφφέ μου, και σαν ήμαι με παρέα, και σαν έχω μοναξιά, κάθε μια σου ρουφιξιά είναι μια 'ψηλή ιδέα. Όταν καμμιά γερόντισσα ή γέρος με άσπρα ρόδα γάμου στεφανώνεται, 'στη νυμφική παστάδα των ο έρως με τη σκιά του Χάρου ανταμόνεται.

Ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψι, Μον την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν' αποκόψη.

Προ πάντων δ' έκαμνον τούτο όταν επρόκειτο να μετρηθούν με τον εχθρόν, ωσεί μη θέλοντες κατά την μάχην όπου παίζεται η ζωή του ανθρώπου μυριάκις, αν εσκοτώνοντο να εμφανισθούν προ του Χάρου, όστις είνε αδάμαστον παλληκάρι και αυτός κ' έχει άρματα λαμπρά, λεροί αυτοί και ακάθαρτοι.

Βογγομαχούσεν Αστενής Κατάκειτος στην κλήνη, Του χάρου παίρει, δίνει· Και λυπημένη, και πικρή Η μαύρη σύζυγός του Θρηνούσε στο πλευρό του. Σε τούτο μπαίνει κι' ο γιατρός Και το σφυγμό του πιάνει, Τον ερωτάει· τι κάνει. Οχ! τι να κάμω, δεν μπορώ, Χειρότερα όσο πάνω· Φοβούμαι θα πεθάνω. Μη δα το θάνατον εφτύς Στοχάζεσαι, δειλιάζεις, Και του πατρός σου ομιάζεις.

Ο πύργος της Ελλάδος! . . . Τον είδα! . . . Κρύους της καρδιάς Ησθάνθηκα τους κτύπους! . . . Επρόβαλε 'ψηλός, ψηλός, 'Σάν το βουνό του Τμάρου. Με λάσια τα στήθια του, Και τριχοτουφωμένα, 'Σάν όρος, που κοντόκλαδα Σκεπάζουν πυκνωμένα. 'Σάν την εικόνα φαίνονταν, Και την μορφή του Χάρου. Το μέτωπο ψηλό, πλατύ.

Την αγαπώ με την ψυχή και την καρδιά μου όλην, Όπως κανείς δεν αγαπά στον κόσμο τον απάνω, Κι’ όμως αυτή δεν μ’ αγαπά, δεν θέλει να με πάρη.... Μου γύρισε την προξενιά, την τίμια μου αρραβώνα, Που χίλιες μου την γύρεψαν και χίλιες τη γυρεύουν, Κι’ από τον πόνο τον πολύ κι’ από την εντροπή μου Ήρθα στην άκρη του γκρεμού κι’ από ψηλά να πέσω Στη σκοτεινή την άβυσσο, στη αγκαλιά του Χάρου.

Άρχισε να τρέχη μέσα στην κάμαρη που τη φώτιζαν αλλόκοτα, τραγικά παλεύοντας, δυο αποφεγγιές: του φεγγαριού το κρύο τασήμι που μοιάζει με το φως των ματιών του Χάρου κ' η κιτρινάδα της λάμπας: ίδια αρρωστημένη φλόγα της ανθρώπινης ζωής.