United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


"Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω· Το Θιό μούβαλες εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης.„ Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ' από το κιβούρι, Κάνει το σύννεφο άλογο και τάστρο σαλιβάρι Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.

Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν χα, χα, χα. «Της αγάπης τις λαχτάρες Σουτ! και μήτε του παππάΜα του Γιάννη το μεράκι Τώρα τούγινε φαρμάκι Φεύγει, πάει μια και δυο Στο ψηλό καμπαναριό Κάνει το σκοινί θηλειά Και κρεμιέται στα καλά! Κ' η ξανθή παππαδοπούλα Έγινε καλογρηούλα. Το Χτωήχι στο δεξί της Κομποσχοίνι στο ζερβί της.

Η ντόνα Έστερ, αντίθετα, ευνοούσε τα σχέδια του ανεψιού, ενώ η ντόνα Νοέμι, η νεότερη από τις τρεις, χαμογελούσε ψυχρά και κοροϊδευτικά. «Μπορεί να πιστεύει ότι θα έλθει εδώ να κάνει τον κύριο. Ας έλθει, ας έλθει! Θα πάει για ψάρεμα στο ποτάμι......» «Ο ίδιος λέει ότι θέλει να δουλέψει, Νοέμι, αδελφούλα μου!

ΚΡΕΟΥΣΑ Ε, ξέρεις τι θα κάμης, συ; απ' το δικό μου χέρι να πάρης το παληό χρυσό της Αθηνάς στολίδι, και τράβα εκεί που ο άνδρας μου κάνει κρυφές θυσίες• και σαν τελειώση το φαΐ, και θέλουν για να κάμουν εις τους θεούς σπονδές, εσύ, κρυμμένο έχοντας τούτο στο φόρεμά σου, ρίξε το στου νέου το ποτήρι, μα στο ποτήρι μόνο αυτού, και όχι και στων άλλων,— 'ς αυτόν μονάχα, που θα' ρθη το σπίτι μου να πάρη• κι' απ' το λαιμό του σαν διαβή, ποτέ δεν θα πατήση στην ένδοξην Αθήνα μας, και θα πεθάνη εδώ!

Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι! προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον απαισιόδοξον. — Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε; — Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο δεκανέας.

Η ιδέα ότι ο πλούσιος ξάδελφος έδωσε σημασία στον φτωχό ξάδελφο ήταν αρκετή για να την κάνει ευτυχισμένη. Οι γυναίκες επαινούσαν τον Τζατσίντο και η τοκογλύφος, τραβώντας το νήμα ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείχτη και γυρίζοντας το αδράχτι πάνω στο γόνατο, έλεγε με ασυνήθιστη γλυκύτητα: «Δεν γνώρισα ποτέ ένα αγόρι τόσο φρόνιμο. Είναι και όμορφο!

Αλλά εσύ μου έκρυψες πως έχεις μέσα στο σπίτι σου νεκράν την Άλκηστιν, κ' εδέχθης να με ξενίσης, λέγοντας πως δεν είναι δικός σου ο άνθρωπος που πέθανε, αλλά είναι κάποιος ξένος. Κ' εγώ αφού εστεφάνωσα με άνθη το κεφάλι σπονδάς έκαμα στους θεούς, σε λυπημένο σπίτι. Παραπονούμαι που σ' εμέ εφέρθης σαν εις ξένον, αλλά δεν θέλω πιο πολύ να σε λυπήσω τώρα. Άκουσε όμως τι εδώ με κάνει να γυρίσω.

Εξαγριώθηκε μονομιάς ο Νίκος. Ο πόθος του νέου κοριτσιού, πούχε φουντώσει μέσα του, αρνιόταν της Βεργινίας την ύπαρξη κι αυτή βρισκόταν εδώ μπροστά του, ολοένα μπροστά του, ζωντανή και ξύπνια ολοένα, ολοένα μ’ άγρυπνη την πίκρα της που της είχ' έρθει απ’ αυτόν!. . κ' η πίκρα της αυτή περίχυνε με χολή το λαχταραστό λουλούδι της ψυχής του και το φαρμάκι στάλαζε απ’ τις ρίζες, μολύβι στην καρδιά του, θειάφι αναμμένο στα σωθικά του, που τον έπιανε λύσσα να σπαράξη τον εαυτό του αφού απ’ αυτόν ερχόταν το κακό που υπόφερνε· μα κ' εδώ πάλι αιτία ήτον αυτή, πούτον ολοένα ξύπνια και ζωντανή μπροστά του, που του σπάραζε το στήθος με την άγρυπνη της πίκρα τη σταλμένη απ’ αυτόν τον ίδιο Δεν κοιμάσαι! της κάνει με θυμό.

Το ξέρουν, το λέει κατιτίς μέσα τους πως είναι γεννημένοι για να μιλούνε, να γράφουνε, να κυβερνούν, κι ως τόσο ο κόσμος να τους νοιώση δε θέλει, δεν τους φυσάει ο καιρός. Περπατούν, περπατούνε με ξερό ραβδί στο χέρι, κι όλο γεννούνε μεγάλες ιδέες. Μα έρχεται ο κόσμος κατόπι, και παίρνοντας το δρόμο του τις πατάει και λάσπη τις κάνει.

Ημείς δε, Έλεγχε, ας κατέβωμεν και ας εκτελέσωμεν τας διαταγάς της Φιλοσοφίας. Από πού δε νομίζεις ότι πρέπει ν' αρχίσωμεν; Από την Ακαδημίαν ή από την Στοάν; ΕΛΕΓΧ. Ας κάμωμεν την αρχήν από το Λύκειον. ΠΑΡΡ. Το ίδιο κάνει. Εκείνο περί του οποίου είμαι βέβαιος είνε ότι όπου και αν πάμε θα χρειασθούμεν ολίγους στεφάνους και πολλά καυτήρια.