Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


ΑΜΛΕΤΟΣ Κύριέ μου, ποσώς· πολύτον ήλιον είμαι . ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Γλυκέ μου Αμλέτε, αυτό ρίξε το μαύρο χρώμα , και φίλου στρέψε βλέμμα προς τον βασιλέα. Μη πάντοτε με βλέφαρα χαμηλωμένα ζητής τον ευγενή πατέρα σου εις το χώμα. Κοινό το πράγμα· ό,τι ζη θε ν' αποθάνη, και απ' την φθαρτήν ζωήν περνάςτην αιωνίαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, δέσποινα, κοινό . ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Και αν είναι, διατί φαίνεται παράδοξοεσέ;

ΚΡΕΟΥΣΑ Ε, ξέρεις τι θα κάμης, συ; απ' το δικό μου χέρι να πάρης το παληό χρυσό της Αθηνάς στολίδι, και τράβα εκεί που ο άνδρας μου κάνει κρυφές θυσίες• και σαν τελειώση το φαΐ, και θέλουν για να κάμουν εις τους θεούς σπονδές, εσύ, κρυμμένο έχοντας τούτο στο φόρεμά σου, ρίξε το στου νέου το ποτήρι, μα στο ποτήρι μόνο αυτού, και όχι και στων άλλων,— 'ς αυτόν μονάχα, που θα' ρθη το σπίτι μου να πάρη• κι' απ' το λαιμό του σαν διαβή, ποτέ δεν θα πατήση στην ένδοξην Αθήνα μας, και θα πεθάνη εδώ!

Εδώ στο καράβι τα ρούχα λερώνουνε πολύ από τα λάδια, τις καπνιές, τα σίδερα και τα χρώματα, και θένε σαπούνι και σαπούνι.,, Ρίξε κι' άλλο νερό απάνω για να πιάσει το σαπούνι και να γλυστρά το ρούχο.,, Να κύτταξέ με μένα.

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Οι ποιμένες ασπασθέντες του Χριστού την Εικόνα εξήλθον πάλιν επαναλαμβάνοντες: — Χριστούγεννα, παιδί μου, Χριστούγεννα! Ρίξε το ρίζι να γείνη ο τζουρβάς· και πάρε την λύρα σου να πης το τραγούδι· τροπάρια δεν ξέρουμε.

Και λέγει το Τελώνιον προς τον ψαράν· ρίξε τα δίκτυά σου και πιάσε τέσσαρα ψάρια από αυτά.

Ακουμπημένος ελαφρά σε λιγερόκορμο δέντρο ξέρω που θα κυττάζη και θα χαίρεται αληθευμένες της ζωγραφικές οπτασίες του. Σε τέτοια δόξα γιατί να τον ταράξη ο πόνος μου ; Γιατί να φυσήξη το παράπονό μου στους κήπους των ιδεών σου ; Γιατί να χύσω δάκρυ μέσα στη βρύση της αλήθειας ; Κύριε, ρίξε μου όλες σου της νύχτες στη μνήμη!

Ρίξε μέσα στο καθάριο νερό χώμα, θα θολώσει το νερό και θα μείνη κάμποσον καιρό θολωμένο. Καθώς όμως το νερό υπάρχει πάντα, και πάλε με τον καιρό θα κατασταλάξη, έτσι και το έθνος μας δεν πάει να πη πως έπαψε να υπάρχη επειδή και το θόλωσαν οι Γότθοι με τη βαρβαρωσύνη τους, ή οι ευνούχοι με τις ραδιουργίες τους.

Την αρετήν μου αυτήν, ωιμέ, συγχώρεσέ μου·το πάχος των ασθματικών τούτων καιρών μας πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη καλό, την άδειαν θα ζητή σκυμμένη εμπρός της. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αχ! την καρδιά μου, Αμλέτε, μώσχισες εις δύο. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω! ρίξε πέρα το χειρότερο της μέρος, και ζήσε τόσο καθαρώτερη με τ' άλλο.

Να μη σε βλέπω, σκύβαλον! ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά, αυθέντα; ΛΗΡ. Ποίος τον έβαλε αυτόντον φάλαγγα; — Ρεγάνη, εσύ δεν το εγνώριζες, ελπίζω... — Ποίος ήλθε; Ω Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, — αν το θέλης να έχουν σέβας τα παιδιά, γέρος και συ αν είσαι, Βοήθησέ με Ουρανέ, και ρίξε την φωτιά σου! Ειπέ μου, δεν εντρέπεσαι τα γένειά μου να βλέπης;... Τι έκαμες! Το χέρι σου της έδωκες, Ρεγάνη!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν