United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.

Τα βουνά μοιάζουνε σα να είταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κάτασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάντασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Και τα πρόβατα έβγαιναν έξω τρεχάτα από τη σκάλα χωρίς να ξεγλιστρούν από τα νύχια τους και τα γίδια πιο τολμηρά, επειδή ήτανε και συνηθισμένα ν' ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμνούς. Κι' αυτά τριγύριζαν τη Χλόη σαν να εχόρευαν πηδώντας και βελάζοντας κ' έδειχναν με τέτοια τη χαρά τους.

Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά· Μέρα η νύχτα.

Ο κόσμος είνε καθρέφτης που σκύβεις και βλέπεις μέσα το νου σου προτού ν' ανοίξης το στόμα σου και να μιλήσης. Ξεχνάς καμιά φορά το σκοπό σου; Βγαίνεις και τονέ ρωτάς τον κόσμο, τι έχεις να πης ή να κάμης. Σε παίρνει τότες από το χέρι και σε σέρνει σε μύριους γκρεμνούς ο καλόβουλος αυτός κόσμος, που σ' αγαπάει κι όλο για το καλό σου χολοσκάνει και νοιάζεται.

Ο άλλος ο λόγος είναι που δίχως τη δική σου την παρακίνηση σαν πρωτοβγήκα στ' ατέλειωτο αυτό μονοπάτι, και μ' έπιασε ίλιγγας τηρώντας ομπρός μου ανήφορο με θεόρατους γκρεμνούς και με βαθιές καταβόθρες, δίχως τα θαρρετικά σου τα λόγια δε θάφτανα μήτε ως τον πρώτον αυτό σταθμό. Α θαξιωθούν το φως κ' οι άλλοι οι τόμοι ένας Θεός το ξέρει.

Το αίμα του τόχει να πέρνη δρόμο και να πηδάη γκρεμνούς και βράχους.