United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που τρώγαμε, ποδοβολητό αλόγων και τροχών αντήχησε, και φάνηκε μια σούστα με μουσαμένιο σκέπασμα κατεβαίνοντας από την Αράχωβα, και κάτασπρη από τον κουρνιαχτό, στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι.

Πώς ξεχωρίζεται αυτή απ' ταις συντρόφισσαίς της, 'σαν περιστέρα κάτασπρητα μαυροπούλια μέσα! Ευθύς που παύση ο χορός, θα ιδώ πού θα καθίση, να δώσω την ανέκφραστην χαράν στ' αδρύ μου χέρι να πιάση το χεράκι της. — Αγάπησ' η καρδιά μου ως τώρα; Όχι! Μάτια μου, εσείς να ορκισθήτε πως ευμορφιάν αληθινήν απόψε πρωτοβλέπω! ΤΥΒΑΛΤΗΣ, παρατηρών τον Ρωμαίον μακρόθεν. Μοντέκης είναι βέβαια!

Κι' όποιος μεθάη στέφανο στην κεφαλή θα φέρη, κι'απ' το τραπέζι θα τραβά μ' ένα δαδί στο χέρι• η δε γυναίκες έτοιμες θα στέκουν στης διόδους, καιόποιους επιστρέφουνε θα πέφτουνε μ' εφόδους και θα τους λεν': «Έλα μ' εμάς• έχουμε μια κοπέλλα μικρούλα, πούνε τρέλλα». «Κ' εδώ μια κάτασπρη θα βρης, πούνε θεά στα κάλλη» από ταπάνω-πάτωμα θα του φωνάζ' η άλλη• μα πριν μ' εκείνη κοιμηθής, μ' εμένα πειό μπροστά θαρθής». Μα πίσω απ' τους ώμορφους, που θάνε στην εντέλεια, κι'από τα παιδαρέλια, θ' ακολουθούν οι άσχημοι και τούτα θα τους λένε: «Ε, ε! του λόγου σου! πού πας; σαν σε φωνάζουν μπαίνε, μα δεν θα κάνης με καμμιά, γιατ' εψηφίσθη στη δουλειά να προηγήτ' η ασχημιά.

Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.

Ανήμερα των Φώτων, ημέρα θαυμασία χειμερινή. «Χαράτα Φώτα τα στεγνάΕπάνω εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονιάς, έλαμπε κάτασπρο το εύμορφο το μικρό σπιτάκι της κοντούλας Ξενιώς, με την κάτασπρη αυλίτσα του, με μίαν μυγδαλίτσαν καταμεσής.

Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να τον περιμένη και να τον απαντέχη μέρα και νύχτα, για να γίνη το θέλημα του Θεού. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Τα λόγια ήτανε ωραία και τη μεθούσανε. Ανοίγανε μπροστά της ένα μακρινό δρόμο, και σταπόμακρα του δρόμου, σαν κάτασπρη φαντασία μέσα στο σκοτάδι, ερχότανε ψηλός και λυγιστός και λεβέντης ο Νυμφίος. Όλο ερχότανε και κοντοζύγωνε.

Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της.

Τα βουνά μοιάζουνε σα να είταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κάτασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάντασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, κι' έφυγε αγάλιασκεπαστή με την κατάσπρη μπόλιακρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420 Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.

Ήταν αυτά καθώς έλεγαν, αντικλείδια, για ν' ανοίγη τα κελλιά και της κασσέλες των καλογήρων που υποπτευότανε, θα εργάσθηκε ως μια ώρα, όταν από την κάμαρα, που ήταν στο βάθος, ακούσθηκε αδύνατο περιπάτημα και σε λιγάκι ανοίχθηκε η πόρτα και στο κατώφλιο εφάνηκε η μάννα του 'γουμένου, κάτασπρη μέσα στο μαύρο της ράσο. Εθύμωσε ο 'γούμενος.