Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Νόμισε πως το ξύλο ανάμπαιζε τη θρησκεία του· τους παπάδες και το λαό, τα λιβάνια και τα λάβαρα, όλα τον αγέλαε. Του ήρθε να φωνάξη, να διαμαρτυρηθή. Είπε να χυθή απάνω του, να ταρπάξη από τα χέρια των παλληκαριών και να το ποδοκυλήση χάμου, μέσα στον κουρνιαχτό και τις καβαλίνες. Είπε· μα δεν έκαμε τίποτα. Τα πόδια του δε θέλησαν να πάνε μπροστά· τα χέρια του έμειναν κάτω κρεμασμένα.
Έπεσ' ευτύς τ' ανάσκελα εκείνος λαβομένος, 425 Στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος. Αλλά δε χάνει τη ζωή· για τότες δεν πεθνήσκει· Στους πρώτους πάλι βρίσκεται· στον τόπον απομνήσκει. Μ' αντριά μεγάλη δεύτερα, ο Τρυποφράχτης δίνει Μες του Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη. 430 Τα ίσια σαν του τράβησε 'ς αστήθια τον καρφόνει· Νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλόνει.
Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάου — λάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη.
Κι' ανεμοζάλη ο Δίας οχ' τα βουνά τους έστειλε της Ίδας, που στα πλοία φύσαε γραμμή τον κουρνιαχτό, και ζάβωνε τα μάτια των Αχαιών μα πλήθαινε τη δύναμη των Τρώων. 255 Απ' τα σημάδια του έτσι αφτά κι' απ' την αντριά τους θάρρος πήραν, και το τρανό τειχί να σπάσουν προσπαθούσαν.
Η γυναίκα φώναξε, σηκόνοντας το δεξί χέρι της: — Άιντε στο καλό, και ν' ακούς και να τιμάς τον πατέρα σου!...... Ακούς; Αυτός είνε πατέρας σου από τα σήμερα.... άιντε!.... Στο καλό!... Τόρα η σούστα κυλύστηκε γοργή, σηκόνοντας πυκνό κουρνιαχτό πίσω της, τράβηξε, χάθηκε.
Εκεί που τρώγαμε, ποδοβολητό αλόγων και τροχών αντήχησε, και φάνηκε μια σούστα με μουσαμένιο σκέπασμα κατεβαίνοντας από την Αράχωβα, και κάτασπρη από τον κουρνιαχτό, στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι.
Αν ήταν τρόπος να πλησιάζαμ' εκεί θα είχαμ' ελπίδα σωτηρίας. Αλλά το μπάρκο στην κατάστασι που ευρισκόταν έμοιαζε σώμα νεκρό και ανεμόφερτο. Και μήπως είχε σκοπό να λιγοστέψη η χιονιά; Όσο επήγαινε Τούρκος εγινόταν. Φύλλο στο φύλλο έρχονταν οι άνεμοι και άρπαζαν την παγωμένη άχνη στα φτερά τους και την εστριφογύριζαν σύγνεφα εδώ κ' εκεί σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα.
Δέφτερος πήρε ο θεϊκός Δυσσέας να σηκώσει, και μια σταλιά τον σάλεψε, μα πού να τον σηκώσει! 730 Μον το δικό του λύγισε το γόνα, κι έτσι πέφτουν χάμου κι' οι διο κοντά κοντά και κουρνιαχτό γιομίζουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν