United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430 «δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσωτην πατρίδα, να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; ότ' είναι ακόματην ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε• «και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435 άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».

Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες, 430 στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες. Μα τι τα θέτε τώρα αφτά; Του κάκου τα ρωτάτε.

Και πρόσταζαν οι στρατηγοί, καθένας τους δικούς του, κι' άφωνοι οι άλλοι βάδιζανδε θάλεγες πως τόσος 430 λαός ροβόλαε έχοντας και μια φωνή στα στήθιαμε πειθαρχία κι' ήσυχα. Κι' απ' τα κορμιά ολωνώνε αστράφτανε οι αρματωσές που πάγαιναν φορώντας.

Ως το τέλος βαρεμένο, Και πολύ περιορισμένο, Μην ηξέροντας τι έχει, Στην καλή του μάνα τρέχει· 430 Έχω από καιρό, της λέγει, Που ο τόπος δε με στρέγει· Η βοσκή μας δε σαρκόνει, Και παράνω με σκοτόνει· Τα τριφύλλι που αγαπάω, 435 Παρανόρεχτα μασσάω. Και η πρώτη νοστιμάδα Στα νερά δεν έχει αράδα.

Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι, και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του· όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει, 425 και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλωΈτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του την ομορφοζωσμένη νιά. 430

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430 «Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπατο σπίτι μου ενεργούσαν».

Μα δίχως φόβο απάντησε ο Έχτορας και τούπε 430 «Γιε του Πηλέα, εγώ παιδί δεν είμαι, και με λόγια δε με τρομάζεις, τι κι' εγώ το ίδιο αν θες κατέχω να σου μιλήσω προσβολές και να σου πω βλαστήμιες.

Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400 κ' εμείς το πλοίο ρίξαμετα διάπλατα πελάγη, τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίαςτο καράβι 405 επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω• κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι• και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτούτην πρύμη τον κυβερνήτη κτύπησετην κεφαλή, και άμ' όλα τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη• σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415 ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν, και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. κ' εγώτο πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420 τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνήτο κύμα. και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο• μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425 αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνητην φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430 και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθηντην υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν, και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435 και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440 τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, 'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, κ' έλαμνα με τα χέρια μουεκείν' αποθωμένος. την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445 θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.

Εσύ τις γλυκοπόθητες κοίτα δουλιές του γάμου, κι' άφισ' τα αφτά στης Αθηνάς τα χέρια και στον Άρη430 Τέτια μιλούσανε οι θεοί ανάμεσό τους λόγια.

Είπε, κι' όλοι έμειναν ξεροί χωρίς να βγάλουν λέξη 430 σα σαστισμένοι· τι σφιχτά πολύ τους τόπε τ' όχι.