United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συνήθης όχι, αλλ' όχι και άγνωστος, απεκρίθη ο Παππά-Σεραφείμ και μας διηγήθη, μεταξύ άλλων, τα της ασθενείας ενός καλού σκύλου του, τον οποίον είχεν αναγκασθή πρό τινων ετών να φονεύση, αφού εβεβαιώθη ότι ασθένειά του ήτο η λύσσα.

Πώς ήτο δυνατόν να προληφθή η λύσσα χωρίς λυσσόχορτον; Όπου λοιπόν εφαίνετο ο Χρήστος, εξεδηλούτο γύρω του μυστηριώδης φόβος. Αι μητέρες εφρόντιζον αμέσως να συμμαζεύσουν τα τέκνα των διά να μη ευρίσκωνται πλησίον του. Οι άνδρες εφέροντο περιποιητικώς ως αν να επροφυλάττοντο μη τυχόν λάβη αφορμήν να θυμώση. Εν ενί λόγω, το χωρίον όλον ήτο εις προσοχήν.

Ο Ιησούς εις το Όρος των Ελαιών. — Η χαμερπής σκληρότης των Φαρισαίων. — Η γυνή συρομένη εις τον Ναόν. — «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίβον βαλέτω». — «Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε». — Η αταραξία του Ιησού προς πάσαν προσβολήν. — «Το φως του Κόσμου». — Συζητήσεις των Ιουδαίων και η λύσσα των.

Ταύτα εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον· το δε εσθίειν ανίπτους χερσίν ου κοινοί τον άνθρωπον. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'. Η λύσσα των εχθρών Του

Κι' όλη την πλούσια αρματωσά σα φόρεσε στο σώμα, χοίμηξε τότε, ο γίγας λες σα να ροβόλαε Άρης που πάει σ' αντρώνε πόλεμο, αντρών που σπρώχνει ο Δίας με λύσσα να κοματιαστούν αμάχης σπλαχνοφάγας· 210 γίγας κι' ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος, κι' άγριες σπιθόχυνε ματιές, και μ' ανοιχτά τα σκέλια δρασκέλαε παίζοντας βαρύ μακρόδρομο κοντάρι.

« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.

Έτρεμε και το κάτω χείλος του, αλλά το δάγκωσε με λύσσα, και έσφιξε τις γροθιές του κι έπειτα τις άνοιξε, σαν να ήθελε να αρπάξει κάτι και να το πετάξει. «Τι έκαναρώτησε με αναίδεια.

Έννοια σας· θα γράψω εγώ γι' αυτούς μια σάτυρα κατά το ύφος του Ιουβενάλη, που θα τους στολίσω όπως τους πρέπει. Ας τ' αφήσωμε τώρα αυτά. Τι θέλετε να μάθετε; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ό,τι μπορέσω· γιατί έχω πολύ μεγάλη επιθυμία να γίνω σοφός. Και μούρχεται λύσσα από το θυμό μου όταν συλλογίζωμαι πως ο πατέρας μου και η μητέρα μου δε μ' εσπούδασαν όλες τις επιστήμες όταν ήμουν νέος.

Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» Ο ΜπάρμπαΚαληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή.

Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280 «Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω• και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσανταις μάχαις καιτα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285 αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη• για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.