Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Τι όλο όξω βγήκε οχ το καστρί της Τριάς το ψυχομέτρι.... πώς όχι; Ομπρός τους δε θωρούν του κράνου μου την όψη 70 ν' αστράφτει· ειδέ θα γιόμιζε κουφάρια κάθε αβλάκι μεμιάς αν ήξερε ο τρανός τι μ' άξιζε Αγαμέμνος. Μα να τα τώρα, ας χαίρεται, τα πλοία του βαρούνε.
Έτσι είπαν, και τους ξάκουσε τη προσεφκή η Παλλάδα. 295 Λοιπόν σαν προσεφκήθηκαν στην κόρη του μεγάλου Διός, μέσα στα σκοτεινά κινούν σαν διο λιοντάρια, περνώντας αίματα, άρματα, λαβωματιές, κουφάρια. Μα και των Τρώων ο άφοβος ο Έχτορας τ' ασκέρι δεν άφισε να κοιμηθεί, μον σε βουλή τους πρώτους 300 φωνάζει, όσοι είταν πρόκριτοι και στρατηγοί των Τρώων.
Μα εκεί που εκείνοι εμάχονταν, κ' ένας τον άλλο εχτύπα, Σαν άγιος φανερώθηκε λεβέντης καββαλλάρης Και με σπαθί 'ςτά χέρια τον ρίχνεται μέσ' 'ςτή μέση. Σε κάθε που έπεφτε σπαθιά εφτέρωνε η καρδιά μου. Κι' όσο που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια.
Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.
Η όψι σύρριζα της γης αλλάζει! Άκου. . . Τι θόρυβος είνε αυτός! Ως το χαλάζι απ' όλες της γωνιές του κόσμου εισορμάνε οι Γότθοι, πάνθηρες λες, πού θέλουνε να φάνε κορμιά, με αίμα να μεθήσουνε κι' επάνω στα χαλάσματα των τόπων μας να στήσουνε από κουφάρια στην καταστροφή μια πυραμίδα. . . Καίσαρ Γαλέριε.
Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία 385 μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται; Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια, ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις εδώ στα πλοία; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη;»
Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη 340 «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάει — τήρα — μακριά απ' τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως 345 τον πιάνουμε.
Φλογίστηκε 'ς τα χέρια του το δαμασκί σπαθί του, Το πρόσωπό του εμαύρισε, άφρισε τ' άλογό του, Κι' δω που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια Κ' η ρεμματιαίς πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα.
« Μπαίνω 'ς το χάνι, Κλείσαμε » Ταις θύραις με λιθάρια. » Είμασθ' εκατόν είκοσι. » — Παιδιά!, τους λέγω, πέρα » Κυτάτε, Τούρκοι έρχονται » Πολλοί, αυτή τη 'μέρα «'Στο χώμα θα τους στρώσωμε » Νεκρ' άψυχα κουφάρια! »
Και το σκαφτό σα διάβηκαν χαντάκι, παν καθίζουν στα παστρικά, όπου φαίνουνταν στη μέση μια άδια θέση δίχως κουφάρια κατά γης, όθενες, πίσω πάλι 200 είχε γυρίσει ο Έχτορας, σα βάραε τους Αργίτες κι' έφτασε η νύχτα κι' έκρυψε όλα τα πάντα γύρω. Εκεί έκατσαν κι' αρχίνησαν να λεν το τι θα κάνουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν