Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.
— Στο καλό, Μαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Νυφούλα με τάσπρα σε προβόδησα, Μαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, Μαχώ, και στην καλή την ώρα. Αυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου... Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μέσ' στην άψη της κουφόβρασης. — Στο καλό, Μαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα.
Τα πουλάρια όπου εγεννώντο τα εκαβαλίκευε μόνον ο βασιλεύς και ωνομάζοντο μισοθαλάσσια άλογα και είχαν διάφορα προτερήματα, ήγουν εκολυμβούσαν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης ωσάν τα ψάρια από ένα νησί έως το άλλο, εκατόν μίλια διάστημα το επερνούσαν εις τρεις ώρες με τον καβαλλάρη επάνω τους· το κεφάλι τους ήτον παρόμοιον με εκείνο των δελφίνων· τα ποδάρια τους ωσάν της στρουθοκαμήλου και με πτερά παρόμοια με τα των ψαριών και με άλλα πτερά εις τα πλευρά τους, ωσάν τα ψάρια και τα επρόβλεψε με αυτά η φύσις διά να δύνανται να πλέουν εις την θάλασσαν με τόσην γληγορότητα· αυτά και άλλα παρόμοια ιδιώματα είχον εκείνα τα άλογα, ως εκείνοι με εβεβαίωσαν και εγώ τα είδα οφθαλμοφανώς.
Ομηρικοί θεοί κ' ηρώοι, βασιλικοί κι άλλοι αδριάντες, ο χάλκινος ο Ηρακλής του Λυσίππου, ο χάλκινος Καλυδώνιος Κάπρος, ένας αϊτός, χάλκινος και τούτος, απάνω σε κολώνα στημένος με φείδι κρεμασμένο από τα νύχια του, κοπέλλα που σήκωνε πολεμιστή καβαλλάρη απάνω στόνα της χέρι — και πλήθος άλλα της αρχαιότητας θησαυρίσματα.
Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι' η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη.
Κι’ η Κόρη η πολυγύρευτη, γροικώντας τη φωνή του, Και το γλυκό τραγούδι του, που χύνονταν καθάριο, Σα βρύση γαργαρόνερη οε μαρμαρένια γούρνα, Πετιέται στο παράθυρο, σα διψασμένο αλάφι, Να ιδή τον νιον οπώρχονταν γυναίκα να την πάρη, Κι’ άμα τον είδε στου θεριού τη ράχη καβαλλάρη, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά, με τα λιοντάρια πίσω, Βγάζει την αρραβώνα της, την πολυγυρεμένη, Που χίλιοι την εγύρευαν και χίλιοι την ζητούσαν, Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλήν αγάπη, Και του τη ρίχνει από ψηλά με το δεξί της χέρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν