Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Επειδή μην μπορέσαντας ο Ηρόστρατος της χώρας εκείνης, κάποιος Μάρκελλος, να γκρεμήση με τους συνηθισμένους τρόπους το θεόρατο αυτό μνημείο, χτισμένο καθώς είτανε σ' ύψωμα, με δεκαπέντε βαρειές κολώνες από την κάθε πλευρά, κ' η καθεμιά κολώνα ως δεκάξη πόδια γύρο, προστάζει κι ανοίγουν τα θεμέλια, αποθέτουν αποκάτω χοντρόξυλα, ανάβουνε φωτιά, και κατρακυλάει και πέφτει το μεγαλόπρεπο χτίριο, που λες και πέφτανε τα ουράνια!

Από τα πρώτα που έστησ' εκεί ο Κωσταντίνος είταν η πορφυρόλιθη κολώνα της Ιεράπολης, με το μπρούντζινο άγαλμα του Απόλλωνα στην κορφή της, μα κατά το ρωμαϊκό το σύστημα ταποκεφάλισε ο Κωσταντίνος αυτό τάγαλμα και τούβαλε κεφάλι όμοιο με το δικό του.

Πώς σε λυπούμαι, ω θεά!. . . σε τούτον τον αιώνα μου φαίνεσαι 'στην πίστι μου σαν την &κυρά Δασκάλα&, κι' όταν σε βλέπω κάποτε 'ψηλά εις την κολώνα, δεν ξέρω πώς μου έρχεται να πάρω μία σκάλα, ν' ανέβω εις το ύψος σου και να σε κατεβάσω, και το μακρύ κοντάρι σου απάνω σου να σπάσω.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Εσήκοναν κολώνα τον ανήφορο μπουχούς. Επαράτρεχαν γύρω, με κλάψα εμουκάνιζαν, με σπαραχτικό παράπονο ερέκαζαν, λες κ' εμυρολογούσαν. Ετουμπιώνταν μεταξύ τους, μπλέχοντας τα κέρατα να σκοτωθούν. Ανακύλαγαν τον τόπο γύρω μες τα χώματα. Εσειώταν η γη στο βαρυπάτημά τους. Ολοένα εμυρίζονταν σκυφτά τα ματωμένα χάμου τα χώματα, όλο μαζί το κοπάδι, που δεν αποδίχαζαν στο σωρό βόιδι από βόιδι.

Ο Έφις γονάτισε στο συνηθισμένο μέρος κάτω από τον άμβωνα, ακούμπησε το κεφάλι στην κολώνα και προσευχήθηκε. Το αίμα άρχισε πάλι να κυκλοφορεί στις φλέβες του, αλλά ζεστό και βαρύ σαν τη λάβα.

Άλλος να τρώη κόταις και καπόνια, και νάχη κάθε 'λίγο και γαλόνια, Και άλλος μες 'στη νύκτα να παγώνη, χωρίς να πιή κρασί μισό &γαλόνι!& Ας ήμουν δυνατός σαν τον Σαψώνα, ν' αγκάλιαζα εκείνη την κολώνα! Να γκρεμισθούν κορώναις και παλάτια, κι' ευθύς ας εγινόμουνα κομμάτια. Χορεύετε και πίνετε και τρώτε, κομψοί μου γαλονάδες και ιππόται.

Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητοςκολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.

Το δεύτερο είταν το τρικέφαλο Χάλκινο φείδι που οι Έλληνες το είχαν αφιερωμένο στους Δελφούς στα 479 π. Χ., σα νίκησαν τους Πέρσους στην Πλαταιά. Ο χρυσός ο Τρίποδας που ακκουμπούσε απάνω στο τρικέφαλο φείδι είτανε χαμένος εξακόσα χρόνια τώρα· η επιγραφή όμως φαίνεται ακόμα χαραγμένη στη βάση. Το τρίτο το στολίδι είταν τετράκοχη μετάλλινη κολώνα, μα όχι τόσο παλαιικό μνημείο αυτή.

Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζωοι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν