United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.

Όπου καμμιά παρδαλή, όπου καμμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη τις κοπέλλες. Η φρονιμάδα κ' η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέρασι, όπως στον παληό καιρό. Όμως η Ταρσίτσα είχε κ' ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι' αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασί της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του.

Κι' ο Έχτορας ακόμα δεν τόξερε, τι ολόζερβα της μάχης πολεμούσε κοντά στην ακροΣκαμαντριά, όπου κορμιά αντριωμένα πέφτανε τόσα κι' άσβυστη βουή είταν σηκωμένη 500 γύρω στο γερο-Νέστορα, στον άξιο Δομενέα.

Δυο λιοντάρια πέφτανε απάνω της και πολεμούσαν ποιο θα την πάρη. Έρριξε μια κραυγή και ξύπνησε: τα με γουναρικό στολισμένα γάντια έπεσαν ξαφνικά στο στήθος της. Με τη φωνή, σηκώνεται όρθιος ο Τριστάνος, θέλει να πάρη από χάμω το σπαθί του και στη θέσι του βλέπει το Βασιλικό σπαθί με τη χρυσή λαβή. Και η Βασίλισσα βλέπει στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι του Μάρκου: «Άρχοντα, φωνάζει, δυστυχία μας!

Τα φύλλα πέφτανε αργά έναένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέραπέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.

Ανάμεσα στις θεόρατες κολώνες που κρατούν τον καταμεσινό το θόλο σώζουνται ακόμα μέρη μεταφερμένα από τους περίφημους ναούς της Ηλιούπολης, της Εφέσου, κι άλλων πολιτειών. Έπρεπε σύγκαιρα να τοιμαστή κι ο τόπος, κ' είχε ανάγκη από πολύ πιο μεγαλήτερο τόπο η νέα η εκκλησιά. Απίστευτα ποσά ζητηθήκανε, κ' ίσως και πλερωθήκανε, για οικόπεδα που πέφτανε μέσα στη χρειαζούμενη περιφέρεια.

Κοίταζε ο Μιχάλης παραδίπλα τα λιολουσμένα παράθυρα, και τις πολυχρώματες τις αχτίδες που πέφτανε στα στασίδια, περνώντας από τον κρουσταλλωτό πολυέλαιο. Τι σκοπούς είχαν οι δυο τους, μήτε καλοήξερε, μήτε ρωτούσε.

Δεν τούβγαλε όμως τ' άρματα· τι τρέξανε τριγύρω οι Θράκες, σιώντας τα μακριά στα χέρια τους κοντάρια, κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. 535 Έτσι έμειναν κοντά κοντά οι διο τους ξαπλωμένοι στις σκόνες μέσα, των Θρακών ο ένας καπετάνιος, ο άλλος των χαλκόπλιστων πρωτάρχος Επειγώνε· μα κι' άλλα πέφτανε πολλά τριγύρω παλικάρια.

Συλλογιζότανε το βασιλόπουλο, που η προσταγή του πατέρα της το είχε στείλει μακρυά, να το φάνε τάγρια θηρία. Τα δάκρυά της, που πέφτανε ζεματιστά απάνω στα μάγουλά της και στα στήθη της, μαράνανε σιγάσιγά τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της. Κ' η βασιλοπούλα, σαν έβλεπε τα κάλλη της τα μαραμένα, έκλαιε διπλά δάκρυα για το βασιλόπουλο και για τον εαυτό της.

Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.