Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες, 135 μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μια μάντρα να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει· το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε· 140 αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα, και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο· με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης.

Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβή και στον καλλίτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δύο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξάδερφου.

Όμως σαν ήρθε η δέκατη συγνεφιασμένη νύχτα, τότες πια εγώ του γιατακιού τη στεριωμένη πόρτα 475 τη σπάω και βγαίνω, κι' έφκολα τη μάντρα της αβλής μας πηδάω χωρίς οι φύλακες να νιώσουν μήτε οι σκλάβες. Και πήρα δρόμο έτσι μακριά περνώντας της Ελλάδας τα φαρδοκάμπια, κι' έφτασα στην προβατογεννήτρα, στη Φτιά τη χονδροχώματη, στου βασιλιά Πηλέα.

Μέσα σε χρόνια δίσεχτα, σε τετρακόσια χρόνια Σκλαβιάς και καταφρόνεσης, ένας λαός ακέρηος Την ωνειρεύθηκε βαθειάβαθειά με την ψυχή του, Μέσ' 'ςτό κρυφό λημέρι του την ωνειρεύθη ο κλέφτης. Τ' ώμορφο το βασιλόπουλο 'ςτή μάντρα που εκοιμάτο.

Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Κι' οι Τρώες, όπως στέκουνται σε νοικοκύρη μάντρα, για ν' αρμεχτούν το γάλα τους, χιλιάδες προβατίνες, π' ακούν το κλάμα των αρνιών κι' ατέλιωτα βελάζουν, 435 τέτιος στον κάμπο ακούγουνταν κι' ο λαλητός των Τρώων. Τι ίδια δεν είχαν τη λαλιά, μήτ' όλοι μια τη γλώσσα, Μον πλήθος γλώσσες σα στρατός από πολλές πατρίδες.

Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες. Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου. — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου. — Εγώ να το βαστώ;

Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρανα δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.

Κύτταζε κ' η Βεργινία από πάνω απ’ τη μάντρα της αυλής της κι από το μόνο παράθυρο της κάμαρης της κ' έπαιρνε κουράγιο κ' ελπίδα από τη χαρά της αλαργινής χλόης κι από της θάλασσας τη λάμψη, τη γλαυκή κι αμάραντη, πως σαν ερχόταν το καλοκαίρι και πιάναν οι ζέστες, θε να δυνάμωνε κι αυτή και θε να στερέωνε η υγεία της.

Μερικά επήγαν κ' έκλεψαν μια σκάλα απ του Γερο-Θοδόση τη μάντρα παράμερα. Την έφεραν και την εστήριξαν μπρος τα τζάμια τ' ακρινού παραθυριού. Εμαζέφτηκαν όλα κ' έπεσαν κουβάρι πάνω στη σκάλα. Ποιο να πρωτανεβή να πιάση θέση. Εσφίχτηκαν, εσκαρφάλωσαν, εκρεμάστηκαν συμαζωμένα, τσουπωτά σα σταφύλια. Όσα εκρεμάστηκαν χαμηλά κάτω να βλέπουν, ετρωγόνταν, εμαλλοτραβιώνταν με τάλλα που δεν έβρισκαν θέση.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν