United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νικολέτα, Νικολέτα, σαν πολύ ακονισμένη είνε η γλώσσα σου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έχει δίκιο η Νικολέτα· το μυαλό της είνε καλύτερο από το δικό σου. Ήθελα να ήξερα τι σου χρειάζεται ο χοροδιδάσκαλος στην ηλικία που βρίσκεσαι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κι' αυτός ο κρεμανταλάς ο δάσκαλος του σπαθιού, που βροντάει τα πόδια του σαν να θέλη να γκρεμίση το σπίτι και να μας ξεχαρβαλώση όλα τα τζάμια της σάλας.

Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.

Ο Χείμαρρος συμπαρέφερε κάποιο ξερριζωμένον έλατον και εις το νερό εσχηματίζοντο εμπρός στρεφοδινούμενοι κύκλοι· ήτο ο Ίλιγγος, περισσότεροι του ενός, εκείνοι που στροβιλίζουν επί του εν παφλασμώ χωρούντος Χειμάρρου· η σελήνη εφώτιζε το σωριασμένο επάνω εις τας κορυφάς των ορέων χιόνι, εφώτιζε και τα ζοφερά δάση και τα λευκά παραδοξόσχημα σύννεφα, τας νυκτερινός Μορφάς, τα Πνεύματα των Δυνάμεων της φύσεως· ο κάτοικος του βουνού τα έβλεπε μέσα από τα τζάμια των παραθύρων του· έπλεον εκεί κάτω αγεληδόν εμπρός από την &Νεράιδα του Πάγου.&

Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετικήτόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.

Είμαστε λεβέντες εμείς, έχουμε και στη γειτονιά μας λεβέντισσες. Ήτο στυλωμένος εις το πεζοδρόμιον, κλείσας δε το μάτι και στρίβων το μουστάκι του, μου έδειξε με το νεύμα το απέναντι παράθυρον, όπου μια υπηρέτρια εκαθάριζε τα τζάμια. — Μα τέλος πάντων, του είπα, όσο δερβίσης κιάν είνε κανείς έχει ανάγκην να τρώγη. Καμμιά εργασία δεν κάνεις;

Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκαΠεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.

Ναι, εκεί θ' ανατείλη. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να πιάση τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάση τη στεριά. Και τότε σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότον και βοριά, από ανατολή και δύσι, ζείδωρος ήλιος θα πυρώση τους δούλους, καμπάνα θα σημάνη σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία.