United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δέ ποτε κατέπαυεν ο άνεμος, εφλέγετο τότε η ξηρά πόλις υπό του καυστικού ηλίου, συμφλέγουσα και τα εν αυτή πάντα, ως έρημος άνευ οάσεως. — Αυτή είνε η Αθήνα! Διηπόρει μετά θλίψεως η Θωμαή! Και όμως υπέμεινεν όλον αυτό το μαρτύριον, αναπνέουσα αντί αέρος την απόζουσαν και αποπνίγουσαν εκείνην κόνιν, μόνον διά να μάθη, τέλος, ν' ακούση τι περί του συζύγου της.

Ο Καλόγερος τα έχασε — «Μεθυσμένος είνεεμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε.

Πεινών, διψών, γυμνητεύων εσύρετο ο Έλλην μαχητής από χαράδρας εις κρημνόν και από κρημνού εις υπόγεια και ζοφερά σπήλαια, μετακομίζων αείποτε τον μυστικόν θησαυρόν του και προσδοκών καθ' εκάστην ν' ακούση αντηχούν εις τας ακοάς του, το θυελλώδες πτερύγισμα του άνακτος των ορνέων και να ίδη επανερχομένην την βασιλείαν του Σταυρού του.

Φαίδρος Νομίζω ότι θα του έλεγον ότι είναι τρελλός, και ότι τα έμαθεν από κάποιο βιβλίον ή ότι ενόμισεν, επειδή έτυχε ν' ακούση περί φαρμάκων, πως είναι ιατρός, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε από την ιατρικήν τέχνην.

Πέρσης τις, ονόματι Οροίτης, διωρισμένος υπό του Κύρου διοικητής τον Σαρδίων, επεθύμησε πράγμα ανόσιον. Χωρίς να πάθη τίποτε από τον Σάμιον Πολυκράτη, χωρίς να ακούση παρ' αυτού προσβλητικόν τινα λόγον, χωρίς να τον ίδη πρότερον, διενοήθη να τον συλλάβη και να τον θανατώση.

Πρέπει όμως να ακούση κανείς και ποίαι θα είναι αι εξελέγξεις αυτών των τιμητών και κατά ποίον τρόπον.

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμοιον έπαινο Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Της γκάβραις αρχινάει, Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.

— Α! είπεν ο γεωργός· αυτό δεν μου έρχεται· δεν ημπορώ να ίδω καλόγηρον· αλλά ας είναι! αφού ηξεύρω ότι είναι ο διάβολος, θα τον ίδω, αλλά μόνον να μη με πλησιάση. — Α! Να ερωτήσω την μάγισσαν, είπεν ο μικρός Κλώσος· και επάτησε τον σάκκον, και έσκυψε τάχα ν' ακούση τι λέγει. — Τι λέγει;

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ωμίλει ταπεινή τη φωνή και μετά χειρονομιών προς τους τρεις φίλους. Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, μετά συντόνου προσοχής κατασκοπεύων όπισθεν του φράκτου, αδύνατον ήτο ν' ακούση λέξιν, αλλ' ενόει πολύ καλά τι ελέγετο εκεί, παρά το μαγγανοπήγαδον. Ο γέρο-Απίκραντος απήντα εκάστοτε εις τας προτάσεις του κυρ -Μανουήλου, τείνων λίαν εκφραστικώς τας χείρας.

Τόρα λοιπόν άραγε θα ορίσωμεν ότι αστειεύεται ορθώς, όστις δεν λέγει απρεπή εις ένα φιλελεύθερον, ή όστις δεν λυπεί τον ακούοντα ή ακόμη και τον τέρπει ; Ή μήπως και αυτό είναι τάχα αόριστον. Δηλαδή άλλος μισεί και ευχαριστείται με άλλο πράγμα και άλλος με άλλο. Και επομένως τα ανάλογα θα ακούση. Διότι τα όσα δέχεται να τα ακούη, αυτά φαίνεται και ότι τα εκτελεί.