United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πεινών, διψών, γυμνητεύων εσύρετο ο Έλλην μαχητής από χαράδρας εις κρημνόν και από κρημνού εις υπόγεια και ζοφερά σπήλαια, μετακομίζων αείποτε τον μυστικόν θησαυρόν του και προσδοκών καθ' εκάστην ν' ακούση αντηχούν εις τας ακοάς του, το θυελλώδες πτερύγισμα του άνακτος των ορνέων και να ίδη επανερχομένην την βασιλείαν του Σταυρού του.

Διότι ήλπιζεν ότι ο εχθρικός στόλος δεν ήθελε διατηρήσει την τάξιν ως στρατός ξηράς, αλλ' ότι τα μεγάλα πλοία ήθελον συμπέσει προς άλληλα και ότι τα μικρά ήθελον προξενήσει ταραχήν· τέλος ήλπιζεν ότι, εάν ηγείρετο ο άνεμος, όστις συνήθως έπνεεν εκ του κόλπου περί την αυγήν, δεν ήθελεν αφήσει εις αυτούς ουδέ στιγμής ησυχίαν. Και προσδοκών τούτο περιέπλεεν.

Τοιαύτα ήρχισε να διηγήται εις τον Λάμπρον, όστις τα εγνώριζε καλλίτερ' απ' αυτόν, ο μπάρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ενίοτε εις την σειράν της διηγήσεως έν «καθώς έμαθα, καθώς μου είπαν». Τα πλείστα όμως προς συμπλήρωσιν της εικόνος τα προσέθηκε διακόπτων τον γέροντα αλιέα ο Λάμπρος αυτός, όστις δεν έπαυεν, εις το τέλος εκάστης περιόδου του απλοϊκού αφηγητού, να κατανεύη διά της κεφαλής επιδοκιμάζων και προσδοκών αίσιον δι' αυτόν το αποτέλεσμα.

Μετά την ανωτέρω εξομολόγησιν πολλαίς βραδειαίς ο παπά-Κονόμος απέμεινεν αγρυπνών ολομόναχος, έως την αυγήν, εις τον ναΐσκον, προσδοκών και αυτός πλέον να ίδη έστω και εις οπτασίαν, την προσφιλή του Κουκκίτσαν. Αλλ' εις μάτην ηγρύπνει· και ως προς μεν την περιποίησιν του ναΐσκου και το άναμμα των κανδηλίων επείσθη ότι ήτο πλάνη του βοσκού, τον οποίον απεκάλει ελαφροαΐσκιωτον.

Αλλ’ ο Οιδίπους, εις τον οποίον δεν είχεν αστράψει ακόμη ολόκληρον το μυστικόν της ζωής του, ζητά να οδηγηθή εμπροστά του ο Θηβαίος βοσκός. Η Ιοκάστη εξέρχεται της σκηνής, ο δε Χορός προοιωνίζεται κακά δια το μέλλον. Και ο Οιδίπους με πείσμα, αδιαφορών εις τας εναντιώσεις των άλλων, μένει προσδοκών τον ερχομόν του δούλου.

Πάμε, είπε και ο ξένος. Και επέστρεψαν εις την καλύβην. Ο ξένος ηυχήθη την καλήν νύκτα και απήλθεν εις το κατάλυμά του, εγγύς της παραλίας κείμενον. Τα όνειρα του Μάχτου. Ο Μάχτος έμεινε τελευταίος εις την κρύπτην του, προσδοκών μέχρις ου απομακρυνθώσιν οι δυο σύντροφοι. Βαθείαν αίσθησιν είχον εμποιήσει αυτώ αι προτάσεις και αι παρακελεύσεις του ξένου.