United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

Την δε πρωίαν ηυτήχησε να διηγηθή την οπτασίαν του εις τον πρώτον χοιροβοσκόν, ον συνήντησε παρά την ακρώρειαν. Ούτος δε καταλιπών τους χοίρους του εις τον ευλαβή ασκητήν, όπως ποιμάνη προσκαίρως αυτούς, επέστρεψεν εις το χωρίον και διηγήθη το πράγμα εις δύο τρεις άλλους.

Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .

Μετά την ανωτέρω εξομολόγησιν πολλαίς βραδειαίς ο παπά-Κονόμος απέμεινεν αγρυπνών ολομόναχος, έως την αυγήν, εις τον ναΐσκον, προσδοκών και αυτός πλέον να ίδη έστω και εις οπτασίαν, την προσφιλή του Κουκκίτσαν. Αλλ' εις μάτην ηγρύπνει· και ως προς μεν την περιποίησιν του ναΐσκου και το άναμμα των κανδηλίων επείσθη ότι ήτο πλάνη του βοσκού, τον οποίον απεκάλει ελαφροαΐσκιωτον.

Τεμάχια εκ της Αποκαλύψεως, τας θεωρίας του αγίου Μεθοδίου, τους χρησμούς Λέοντος του σοφού, άλλους χρησμούς Στεφάνου του Αλεξανδρέως και την περίφημον οπτασίαν του Αγαθαγγέλου, όλα ταύτα περιστρεφόμενα περί την κοινώς διαδεδομένην παράδοσιν περί του Αγίου Βασιλέως, του κοιμωμένου εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, όλα αυτά γραμμένα εις δυσκαταλήπτους και αινιγματώδεις στίχους.

Η συνείδησις ενεκρώθη εν αυτώ, αλλ' η φαντασία του όμως, άγρυπνος αείποτε και έντρομος, διώκει και ύπνον και ησυχίαν. Πορεύεται και πάλιν προς τας Μαγίσσας, αίτινες παριστώσιν ενώπιον του οπτασίαν νέαν αλλ' αύτη ουδέν άλλο είναι, ή φαντασμαγορική παράστασις των σκέψεων υφ' ων πιέζεται ο νους του.

Η Κουκκίτσα. Κ' έγεινεν ένα με το στασίδι ο περίφοβος γέρων. Ο παπά-Κονόμος κατεχόμενος και αυτός από άγνωστον φόβον, στρέφει προς την θύραν του ναΐσκου εν τρόμω και βλέπει οπτασίαν θαυμασίαν και γοητευτικήν.

Τοσούτον δε αιφνίδιον και απροσδόκητον ήτο το κίνημα αυτής, ώστε οι εκτός της θύρας, μόλις την παρετήρησαν ως οπτασίαν, διολισθήσασαν διά μέσου αυτών. Εν τούτοις είς των ανθρώπων τούτων έδραμεν ευθύς κατόπιν της όπως την συλλάβη, αλλ' η Αϊμά στραφείσα, εχύθη με βιαίαν ορμήν επ' αυτού, και κατήνεγκε κατά της κεφαλής αυτού ισχυρόν κτύπον με το βαρύ εργαλείον.

Παρηγορήθητι, ατυχής θεά, μέχρι ου έλθη ημέρα καθ' ην πάντες οι λατρευτοί σου αναφανδόν εις σε θα θύωσι, και ουδείς θα τολμά πλέον να σε συκοφαντήση. Εγγύς του αγάλματος της Αφροδίτης ίστατο ο Ζεύς, η Αθηνά και η Ήρα. Η δε Παλλάς Αθηνά ωμοίαζε με την οπτασίαν του φιλοσόφου Πλήθωνος, ην εν τοις έμπροσθεν διηγήθημεν.