Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαληνιώσαν λίμνην, την αντανακλούσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε καν η καλύβη του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός βολής να πλησιάση, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον τολμητίαν, όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάση ποτέ.
— Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους. Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν.
Μετά τας βασάνους, τας επιβληθείσας υπό του Τιγγελίνου, το πρόσωπόν του δεν είχε πλέον ούτε σταγόνα αίματος. Η λευκή γενειάς του εχωρίζετο από μίαν ερυθράν γραμμήν, ήτις εμαρτύρει ότι του είχον κόψει την γλώσσαν. Διά μέσου του διαφανούς δέρματος διεκρίνοντο τα οστά. Το πρόσωπόν του ήτο επώδυνον, αλλά πράον και ειρηνικόν, ως το πρόσωπον ανθρώπου κοιμωμένου.
Ενώ εσπέραν τινά εξαντλήσας τα μυρολόγιά του εκοιμάτο ο Φρουμέντιος επί της άμμου της παραλίας, καταβάς εξ ουρανών ο απόστολος εκείνος των Σαξόνων ήνοιξε διά μαχαίρας τα στήθη του κοιμωμένου, εισήγαγε τους Ιερούς δακτύλους του εις την οπήν και εξαγαγών την καρδίαν εβύθισεν αυτήν εις λάκκον πλήρη ύδατος, όπερ ηγίασε προηγουμένως.
Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .
Εσπέραν δέ τινα ετόλμησε και να επιψαύση διά του άκρου των χειλέων το μέτωπον του κοιμωμένου, φυγούσα μετά τρόμου, άμα είδε κινούμενα τα βλέφαρά του. ο δε καλός Φλώρος διηγήθη την επιούσαν εις τους συντρόφους του πως νυκτερινή οπτασία εις κεντητόν υποκάμισον περιτυλιγμένη επεσκέφθη αυτόν καθ' ύπνους.
Εκράτει το δόρυ με την δεξιάν, και οι οφθαλμοί αυτής εφαίνοντο δεινοί την όψιν. Έστη εγγύς εμού κοιμωμένου. Με ήγγισε με την άκραν του δόρατός της, και με αφύπνισεν. Εθαύμασα και μετετράπην.
Το εσωτερικόν του σπιτιού ήτο κατασκότεινον αλλ' ο Μανώλης εγνώριζε τον υψηλόν σοφάν επί του οποίου εκοιμάτο η κόρη και επροχώρησε προς το μέρος εκείνο, προσπαθών να μη κάμη θόρυβον. Ψηλαφητί εύρε την μικράν κλίμακα του σοφά και ανέβη τας δύο ή τρεις βαθμίδας. Εσταμάτησε πάλιν. Από την ενώπιόν του κλίνην ανεδίδετο η αναπνοή ανθρώπου κοιμωμένου.
Ενσκήπτουσιν αύται από της οδού κατά του μόλις εξυπνήσαντος ή και κοιμωμένου έτι ακάκου θνητού, απαράλλακτα όπως κατά την οθωμανικήν παροιμίαν μεταβαίνει το βουνόν προς τον Μωάμεθ, οσάκις αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβή προς εκείνο. Ας παρέλθωμεν τους δυστυχείς σαλεποπώλας, οίτινες, αν δεν ανήκουσιν ήδη εις το παρελθόν, είνε όμως αναντιρρήτως εκπεσούσα πλέον μεγαλειότης.
Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα. — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου. — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος. — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν