Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Τούτο ωμοίαζε πολύ με γραίαν μαυροφόραν καθημένην εις το σκότος, ήτις τον εκύτταζε μακρόθεν. Επειδή ησθάνετο φόβον, και ήθελε με κάθε τρόπον να διώξη τον φόβον από μέσα του, έλαβεν ένα δαυλόν, επήγε κατ' ευθείαν εις το πράγμα το μαύρον, και το εψηλάφησε κ' εβεβαιώθη ότι ήτο μαύρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτέ υπάρξαντος δένδρου, το οποίον είχε καή, και ήτον ως καψάλα.
Ο θόρυβος των συνευθυμούντων ως βοή, βοή του χειμάρρου του Πετραλώνου, έφθανε μέχρι της καρυδέας, οπού αι τρεις γυναίκες ησύχως και ηρέμα έτρωγον το λιτόν γεύμα των, συντροφευόμεναι υπό δύο κοσσύφων, οίτινες εις τα υψηλότερα κλωνάρια του ωραίου δένδρου συνεκρότησαν αγώνα άσματος επίμονον και φίλεριν, προς ερημικήν αηδόνα επί άλλου καθημένην κλώνου άλλου δένδρου και κατακηλούσαν ηδέως του θνητού την καρδίαν.
Τοιαύτά τινα εβροντοφώνει ο Βεζούβιος προς την Νεάπολιν, ή — διά να είμεθα αληθέστεροι — τοιαύτα τινα εψιθύριζον εγώ προς την παρ' εμοί καθημένην Μάσιγγαν, η οποία, τελειώσασα το έργον του οδηγού, με ηρώτησε, πως μοι φαίνεται η προ των οφθαλμών ημών θέα.
Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής·
— Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους. Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν.
Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού. — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . ., — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;
Πλησίασε τώρα συ ο εραστής ο επιθυμών το ταχύτερον να φθάσης εις την κορυφήν, διά να νυμφευθής την επ' αυτής καθημένην και αποκτήσης όλα εκείνα, τον πλούτον, την δόξαν και τους επαίνους• διότι όλα εκείνα κατά τον νόμον, γίνονται κτήματα εκείνου ο οποίος θα την νυμφευθή.
Διότι, μας είπεν, οι Ένδεκα λύουν τον Σωκράτην και παραγγέλλουν να θανατωθή την ημέραν αυτήν. Αφού λοιπόν επέρασεν ολίγος καιρός, επέστρεψε και μας παρήγγειλε να εμβώμεν. Καθώς λοιπόν εμβήκαμεν εύρομεν τον μεν Σωκράτην λυμένον πλέον από τα δεσμά του, την δε Ξανθίππην, συ δα την γνωρίζεις, κρατούσαν το μικρόν παιδίον του και καθημένην πλησίον του.
Αντί της Αϊμάς εύρε την Γύφτισσαν, καθημένην επί του ουδού. Είχεν εξηπλωμένα τα σκέλη, και απήλαυε την μακαρίαν άνεσιν, ην τη παρείχεν η αέναος και πυρετώδης φιλοπονία της νέας κόρης.
Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης, και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνη. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει.....την θαλασσίαν νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού! Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν