Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Αφού έπαυσαν τα φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον τα «Χριστούγεννα-Πρωτόγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ' εσβύσθησαν όλα τα φώτα και ο βορράς εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το καπηλείον με τας δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν προς το πέλαγος, εις το ύψος, όπου ίστατο το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς» κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου.

Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους. Αλλ' η σύζυγός τουδιότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν.

Εις υπαινιγμόν προς τας παμμεγίστας ταύτας λυχνίας, ο Ιησούς ήρχισε να διδάσκη· «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Ήτο διαρκώς το σχέδιόν Του να περιβάλλη το σχήμα των λόγων Του με τας εξωτερικάς εκείνας εικόνας αίτινες θα εξήγειρον την βαθυτάτην προσοχήν, και θα ενετύπουν ανεξαλείπτως τους λόγους εις την μνήμην των ακροατών Του.

Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας λέξεις, είπε: — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά σου. Φέρε μου την λυχνίαν. Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.

Τοιαύτα επέταττεν η ευσέβεια των χρόνων εκείνων, ήτις και αυτήν την μέθην καθίστα θεάρεστον έργον. Εντούτοις η νυξ επροχώρει, ο σ τ ρ α β ο υ λ ά ρ ι ο ς είχεν αποκοιμηθή, το έλαιον της λυχνίας και ο οίνος της λαγήνου εξηντλούντο και μόνη η έξαψις των ρασοφόρων προέβαινεν αυξάνουσα ανά παν ποτήριον.

Να, που μαλλώνουν, τ' ανδρόγυνο. — Γιατί τάχα; — Να, από άλλο κόμμα, είνε, λέει, ο άνδρας και από άλλο η γυναίκα. — Μη χειρότερα. — Είνε και άλλα χειρότερα, γειτόνισσα; Και η φαιδρά όψις επανέκλεισε το παράθυρόν κ' έγεινεν άφαντος, ενώ η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν εξετίμα εν παντί την χρησιμότητα της λυχνίας, έμεινε πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα τα συμβαίνοντα εν τη αντικρυνή οικία.

Τω όντι δε είνε ωραίον θέαμα το να βλέπη ούτως ο αγαπών την αγαπωμένην υπνώττουσαν ύπνον αρνίου, ύπνον γαλήνης και αθωότητος, υπό το ωχρόν της λυχνίας φως, είνε γλυκύ το να απαριθμή τας εισπνοάς και εκπνοάς αυτής, είνε επίφθονον το να θεωρή τας κυμάνσεις του στήθους της, είνε μεθυστικόν το να εκμυζά την ευώδη πνοήν της και να θαυμάζη τους μαργαρίτας της δρόσου περί τους κροτάφους αυτής και τους ξανθούς βοστρύχους της κόμης περιστέφοντας το μέτωπόν της.

Κανείς δεν ήξευρε πλέον τι είχε γίνει ο Καίσαρ· κανείς δεν ήξευρε τις ήτο ο συγκλητικός, ο πολεμιστής, ο σχοινοβάτης ή ο μουσικός, όλοι εξισώθησαν. Οι σάτυροι κατεδίωκον μετά κραυγών τας νύμφας και έπληττον τας λυχνίας διά να τας σβύσουν. Μέρη τινά των αλσών εβυθίσθησαν εις το σκότος. Αλλ' ηκούοντο παντού κραυγαί διαπεραστικαί, γέλωτες· εδώ ψιθυρισμοί, εκεί πνοαί ασθματικαί και έκφυλοι.

Συνέλαβεν ιδέαν τινά, να μεταβή διά νυκτός εις την πλησιεστέραν αγροτικήν οικίαν και να προσκαλέση γραίαν τινα χωρικήν να έλθη όπως κοιμηθή εις το σπήλαιον, διότι η Αϊμά θα εφοβείτο βεβαίως να μείνη μόνη την νύκτα εις την αλλόκοτον εκείνην κατοικίαν, όπου το νυσταλέον της λυχνίας φως πίπτον επί των ορθίων και υψηλών αγαλμάτων απετέλει παραδόξους εναλλαγμούς σκότους και σκιαυγείας.

Ο κοιτών εφωτίζετο μόλις υπό της προ των εικόνων λυχνίας, και ήτο βαθεία της νυκτός η σιωπή. Αίφνης μου εφάνη ότι ακούω ασυνήθη έξω θόρυβον και ομιλίας εις τον δρόμον. Ηγέρθην ησύχως, ήνοιξα το παραθυρόφυλλον και, διά μέσου του σκότους, διέκρινα σκιάς ανθρώπων εις την οδόν και ανοικτάς των άντικρυ οικιών τας θύρας. Δεν ετόλμων ν' ανοίξω το παράθυρον• ο πατήρ μου εφαίνετο ησυχάζων.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν