United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ Αν τύχη κ' εβεβήλωσε τ' ανάξιόν μου χέρι το άγιον εικόνισμα οπού κρατώ, ας σκύψουν δυο κόκκινοι προσκυνηταί, τα πρόθυμά μου χείλη, και το τραχύ μου έγγιγμα μ' ένα φιλί ας σβύσουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αδικείς το χέρι σου, καλέ προσκυνητά μου· δεν έδειξεν ευλάβειαν οπού να μην αρμόζη. Εγγίζουν οι προσκυνηταί τα χέρια των αγίων, κι ασπάζονται μ' ευλάβειαν τα εικονίσματά των .

ΚΑΛΙΜΠ. Καλέ μου αφέντη, μη μου αφαιρέσης την εύνοιά σου· υπόφερε κομμάτι, επειδή όσα θα σε κάμω να κερδίσης είναι αρκετά να σβύσουν το βάσανο, που μας έτυχε. Λοιπόν μιλήτε σιγανά· ακόμα τα πάντα είναι ήσυχα, ωσάν τα μεσάνυκτα. ΤΡΙΝΚ. Άκουσα· μα να χάσουμε τα φλασκιά μας μέσα στη λίμνη! ΣΤΕΦΑΝ. Αυτή όχι μοναχά είναι μία μεγάλη συμφορά και ατιμία, τέρας, μα και αμέτρητος χαμός.

Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια, Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια, Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν, Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30 Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα, Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα, Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος, Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.

Κανείς δεν ήξευρε πλέον τι είχε γίνει ο Καίσαρ· κανείς δεν ήξευρε τις ήτο ο συγκλητικός, ο πολεμιστής, ο σχοινοβάτης ή ο μουσικός, όλοι εξισώθησαν. Οι σάτυροι κατεδίωκον μετά κραυγών τας νύμφας και έπληττον τας λυχνίας διά να τας σβύσουν. Μέρη τινά των αλσών εβυθίσθησαν εις το σκότος. Αλλ' ηκούοντο παντού κραυγαί διαπεραστικαί, γέλωτες· εδώ ψιθυρισμοί, εκεί πνοαί ασθματικαί και έκφυλοι.

Μας έχουν σαν σκυλιά τους Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους, Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν. Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν. 'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια Με τα θεριά, μ' αγρίμια· Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.

Όλαι της πολυκυμάντου ζωής αι περιπέτειαι, πίκρες και βάσανα, είτε χαραί και οδύναι, φωτιά και λαύρα, είτε δροσιά ουρανόσταλτη, κανέν' απ' αυτά, ούτε όλα μαζή δεν ημπορούν να σβύσουν από την μνήμην σου, όσα η θεϊκή σμίλη μια φορά ενεχάραξε.

Διψούν τρομερά και το παραδοξότερον είνε ότι όσω πίνουν τόσω περισσότερον ανάπτει η δίψα των, την οποίαν και ολόκληρος ο Νείλος ή ο Ίστρος δεν δύνανται να σβύσουν, αλλά το νερόν παροξύνει την δίψαν αυτών όπως το έλαιον την πυράν.

Και από το σύδενδρο νησίταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μουτην Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συτα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335

Πλην ουδέ όλαι αι χιόνες του Λιβάνου, του όρους της πατρίδος της, ηδύναντο να σβύσουν το πυρ της αγάπης, το οποίον έκαιεν εις το θυσιαστήριον της καρδίας της, και ταχεία ως ηχώ ήλθεν η λαμπρά απάντησις: — «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης»· Τότε εκείνη εθριάμβευσεν.

Είπε, κι' ο Γλάφκος άκουσε με προθυμιά το λόγο, κι' όρμησαν ίσα, τον πυκνό στρατό τους οδηγώντας. 330 Και σαν τους είδε ο Μενεστιάς, του κόπηκε το αίμα, τι αφτόν να σβύσουν έτρεχαν και στο πυργί του ορμούσαν, και το τειχί ζερβόδεξα κοιτάζει, μήπως δει ίσως κάνα αρχηγό π' οχ τα δεινά τους άντρες ναν του σώσει.