United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος• και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155 και ταις ημέραις κάθοντανακροθαλάσσια βράχη, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε•

Και πέρα ακόμα, ακόμα πέρα, μες απ του λόγκου τα σκοταδερά τρίσβαθα που ίσκιοι βαριοί τα πλάκωναν και φεγγάρι δεν τα διαπερνούσε, άπλωνε ολόγυρα, στους κρύους της νύχτας κόρφους βαθυηχούσε θλιβερό, νανουριστό, πένθιμο, κλαψερό το μυστικό παράπονο του Γκιώνη·Γκιω! Γκιωώ! Γκιωωώ ! .

Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.

Μας έχουν σαν σκυλιά τους Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους, Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν. Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν. 'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια Με τα θεριά, μ' αγρίμια· Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.

Και σε ξορκίζω, αχ δώσ' μου εδώ το χέρι σου· τι πάλι 75 πια δε γυρνώ απ' τα τρίσβαθα, μιας και με φαν οι φλόγες. Πια δε θα κάτσουμε όπως πριν χώρια απ' τους άλλους φίλους να λογαριάσουμε όλα οι διο, μον με κατάπιε εμένα δράκαινα η μοίρα πούλαχα σα με γεννούσε η μάννα. Όμως κι' εσένα θεϊκέ, σου γράφτηκε, Αχιλέα, 80 κάτου απ' της Τριάς να σκοτωθείς τ' ορθοχτισμένο κάστρο.

Τι κλωνισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάη σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της! Ο Γιάννης, για να σκορπίση τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψη κι' αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του: — Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάννα;