United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Με το καλό νανταμωθούμε πάλι. Πάω να σου φέρω απ' την Πόλη τα προικιά, τασημικά σου απ' τη Μαρσίλια. Κι' από της Βενετιάς τους χρυσικούς πάω να σου φέρω δαχτυλίδι..» Παλαβά λόγια!... Ορθός στεκότανε στην πρίμη με τη σκότα στα χέρια. Είχε φρεσκάρει. Οι στερηές βγάζανε αέρα. Λασκάδα το πανί, πρίμα κατάπριμα τον έβγαλε ο αέρας κατά το πέλαγο. Τι απόγινε; Πες μου να σου πω.

Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς: — Κοτσάνι! Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του.

Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κ' έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ' τον καϋμό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω, — τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου. Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε. — Μέγας είσαι, Κύριε, μ' αυτά τα θηλυκά!

Μα οι καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος πρώτος· έτρεξε σπίτι του.