United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα.

Και φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την αγαπημένην μου κασσέλαν.

Επήγα διά να τον αποχαιρετήσω· γιατί μου ήλθεν η όρεξη να κάμω ένα γύρον έφιππος εις τα βουνά, αφ' ότου τώρα και σου γράφω· και καθώς πηγαινοέρχομαι εις το δωμάτιον, μου πίπτουν εις τα μάτια τα πιστόλιά του. — Δάνεισέ μου τα πιστόλια, είπα, για το ταξείδι μου. — Ευχαρίστως, είπεν, αν θέλης να λάβης τον κόπον να τα γεμίσης· εγώ τα έχω κρεμασμένα μόνον διά τον τύπον.

Το άλλο μισό του καρυδιού είχε γίνει ένα κασσελάκι με ωραία σκαλίσματα· μέσα ήτο το ολόχρυσο φόρεμα, και εθάμβωσαν τα μάτια όλων, όταν το είδαν. Η Βασιλική ήρχισε τότε να κλαίη. — Κι' εγώ την απήντησα αυτήν την γρηά, όταν επήγατου παππού, κι' εμένα μου εζήτησε να συγυρήσω την καλύβα της, αλλά της είπα, δεν έχω την όρεξί σου.

Θα περάση μερικάς ημέρας εις την πόλιν κοντά σε μία καλή κυρία, η οποία κατά το λέγειν των ιατρών πλησιάζει εις το τέλος της κατά τας τελευταίας αυτάς στιγμάς επιθυμεί να έχη κοντά της την Καρολίναν. Επήγα την παρελθούσαν εβδομάδα μαζί της, και επισκεφθήκαμε τον ιερέα Σ . . . ., ενός χωρίου, το οποίον κείται μίαν ώραν μακρυά στα βουνά. Εφθάσαμεν εκεί περί τας τέσσαρας.

Επήγα μαζί με τον Κωσταντήν πολλά βήματα πέραν του ιερού της εκκλησίας με έν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών. Ευτυχώς ο Μπαλής δεν είχε υπάγει μακράν, ήτο διακριτικόν άλογον. Είχεν απομακρυνθή απλώς διά να βοσκήση, και δεν είχε βάλει κακόν εις την κεφαλήν του.

Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και εγώ ένα κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα χάπια του· ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν εμισεύσαμεν από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ.

Εσηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύσι, ξαναήπια νερό, ύστερα 'μβαίνω στην εκκλησιά, και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο προσκυνητάρι που καθότανε. Επήγα κοντά, τον έσεισα, κι' άνοιξε τα μάτια. — Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. Τώρα εγώ λιανονυστάζω. Σύρε έξω στη βρύσι να πάρης τον αέρα σου. — Πάμε στην Εύρεσι, του λέω! — Στην Εύρεσι;...τι Εύρεσι;

Ω! κ' εγώ που δεν επήγα μαζί τους. Η πρώτη ιδέα του ήτο ότι, αν είχε πάγει μαζί, θα τους εγλύτωνε. Η δευτέρα ορμή του ήτο να γδυθή να πέση εις την θάλασσαν ή χωρίς να γδυθή να κολυμβήση να τρέξη εις βοήθειαν του πατρός του. Αλλά πώς; Πού να πάγη; Πώς να φθάση εκεί; Μήπως ήτο πλησίον; Ησθάνθη ότι θα εγίνετο ασφαλώς λεία του κύματος ή σύντριμμα των βράχων.

Και ταύτα λέγοντάς μετά ολίγας ημέρας απέθανεν. Έμεινα τέλος πάντων κληρονόμος του γέροντος εις τα πάντα και αφού έκαμα να τον θάψουν με την πρεπουμένην τιμήν, επήγα διά να ιδώ τον θησαυρόν.