United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η καρδία μου. Επί τέλους! Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα τον εξώστην.

Ω! Θεέ μου, τι πρέπει να γείνη; Αφρίζων, παραλογιζόμενος, καταρώμενος έσεισα το κάθισμα, που εκαθήμην επάνω προηγουμένως, και το ετσάκισα επάνω εις το πάτωμα. Αλλ' ο θόρυβος εσηκώνετο πάντοτε, ο θόρυβος δεν έπαυσε ν' αυξάνη.

Συνηντήθημεν εις την θύραν. ― Την εγλυτώσαμεν, φίλε μου ! ανέκραξε φαιδρώς άμα με είδεν. Αλλ' η έκφρασις του προσώπου του μετεβλήθη διά μιας, ότε παρετήρησε την ταραχήν μου, και ταπεινώσας την φωνήν με ηρώτησε : ― Πώς είναι επάνω; Δεν απεκρίθην, αλλ' έσεισα την κεφαλήν. ― Θα ετρόμαξε με τους Τούρκους. Φεύγουν τώρα, φεύγουν, και την εγλυτώσαμεν.

Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχασι, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν είξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακρυά, και τον δρόμο εγώ δεν τον είξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν, που μου είχε 'πεί η κουμπάρα, πως τίναζε τα φτερά.

Εσηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύσι, ξαναήπια νερό, ύστερα 'μβαίνω στην εκκλησιά, και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο προσκυνητάρι που καθότανε. Επήγα κοντά, τον έσεισα, κι' άνοιξε τα μάτια. — Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. Τώρα εγώ λιανονυστάζω. Σύρε έξω στη βρύσι να πάρης τον αέρα σου. — Πάμε στην Εύρεσι, του λέω! — Στην Εύρεσι;...τι Εύρεσι;