United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο. Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον μελαγχολικόν σύζυγόν της. — Τι κακό που μ' ηύρε!

Η νεαρά γυνή ήτο επί του εξώστου της οικίας, την οποίαν είχεν ενοικιάσει όπως δεχθή αυτήν ο σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα και τριών ετών, οικίας κειμένης παρά τον αιγιαλόν, εντός και εκτός του κύματος, κατά την πλημμύραν την οποίαν θα έφερεν ο νότος ή την άμπωτιν την οποίαν θα επροξένει ο βορράς.

Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από φοβεράς μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου.

Η οικία του Σπληνογιάννη, ανώγεως, με δύο δωμάτια και μέγαν πρόδομον, μετά μεγάλου σκεπαστού εξώστου, λιθίνης κλίμακος, έκειτο ολίγα βήματα απωτέρω προς ανατολάς βλέπουσα. Εκεί εισήλθε μετά των εταίρων του ο Λάμπρος ο Βατούλας, άμα εξελθών της οικίας του Τσιρογεώργη.

Ταύτα εσκεπτόμην χλιαράν τινα εσπέραν της Τεσσαρακοστής, καπνίζων μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους μεμψίμοιρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον διά τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας.

Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην. Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα δύο στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.

Και μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα προσφιλή του κοπάδια.

Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθη, ο δε Μανώλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.

Μόνον η προς την κεφαλήν μου πλευρά του ενέδιδεν υπό την πίεσιν, αλλ' επανήρχετο μετ' ελαστικότητος εις την προτέραν της θέσιν. Επροσπάθησα να καθησυχάσω τα αισθήματά μου και να κατατάξω τας σκέψεις μου. Τι έτριξε; Πώς και διατί; Δεν κατέβην ποτέ εις τον κρημνόν διά να επεξεργασθώ κάτωθεν τα του εξώστου μου.

Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν, που ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως πίπτουν οι οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν και ετρίβησαν ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν από του μαρμαρίνου εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης στέγης.