United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί να στρέψη τα νώτα η λύκαινα και να φύγη, εξ εναντίας, άμα είδε τον νέον εγειρόμενον, χύνεται επάνω του, και πριν καν προφθάση ο Χρήστος να ρίψη την πέτραν, οι εμπρόσθιοι πόδες του θηρίου έσφιγγον το δεξιόν πλευρόν του και οι οδόντες του εξέσχιζον το στήθος του. Η πέτρα έπεσεν από τα δάκτυλά του· αλλ' έμειναν και αι δύο του χείρες ελεύθεραι.

Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη.

Τότε . . . . χαίρε πλέον συμπόσιον και χαίρε ευωχία! Την ειρήνην διεδέχθη ο πόλεμος, το ανενόχλητον κοκκάλισμα ρήξις αιματηρά, την κατανυκτικήν σιγήν υλακαί οργής και απειλών, και οι οδόντες καρφόνονται εις των εχθρών τας ράχεις, όσοι φρονιμώτεροι δεν ετράπησαν εις φυγήν, εκ του φόβου μεγαλειτέρων συμφορών. Τι απομένει εις την οδόν, ευκόλως το φαντάζεταί τις, αν δεν το είδε.

Πόσον ήτο τολμηρός και φαιδρός! αι παρειαί του ήσαν ηλιοκαείς, οι οδόντες του ζωηροί και λευκοί, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούντες μέλανες· ήτο κομψός νέος είκοσι χρόνων. Το παγερόν ύδωρ δεν ημπορούσε να τον βλάψη, όταν εκολύμβα.

— ...Της έλεγε· «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάη κι' άλλη ψωμί...» Δε μου λες, μητέρα, τι θα 'πη να φάη κι' άλλη ψωμί; Αλλ' η δύστηνος γυνή είχε γείνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει &βασίλεμμα των ματιών&, και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι. — Τι έχεις, μητέρα, τι έχεις; έκραξεν η Αικατερίνη.

Έτριζον οι θρόνοι ως έτοιμοι να καταπέσωσιν, έτριζον δυνατώτερα των βασιλέων οι οδόντες.

Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον: — Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ' έχουμε πλέον χωρίς δόντια. — Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός! — Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.

Καλή μεν είναι η αλήθεια, καλέ Ξένε, και μόνιμος. Αλλά φαίνεται ότι δεν είναι εύκολον να την παραδεχθή κανείς. Πολύ καλά. Ποία; Ότι, αφού εσπάρησαν κάποτε οδόντες, εφύτρωσαν από αυτούς οπλίται.

Ουδεμίαν όμως ησθάνετο ο θεωρών αυτάς όρεξιν να θρηνήση, ότι δεν ήτο αθάνατος η κιτρίνη κόμη των, η αλευρωμένη όψις των, οι ύποπτοι οδόντες και των χειλέων των η ψευδοπορφύρα.

Οι δύο προσκυνηταί, των οποίων αι τρίχες ήσαν ορθαί υπό φρίκης, οι δε οδόντες συνεκρούοντο ως κροταλία Ισπανής χορευτρίας, κατεκυλίσθησαν τρέχοντες εκ του όρους, ουδ' εσταμάτησαν μέχρις ου διέκριναν μακρόθεν τα γλαυκά ύδατα της Μεσογείου.