United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ιωάννα, κατά την μαρτυρίαν πάντων των ιστορικών υπήρξεν κατ' αρχάς τουλάχιστον, καλός Πάπας, πάσας φυλάττουσα των προκατόχων της τας παραδόσεις και ακαμάτως υφαίνουσα το δογματικόν εκείνο δίκτυον, το προωρισμένον ν' αποκρύπτη τον ουρανόν εις τα όμματα των ευσεβών χριστιανών. Αλλ' ουδείς τότε εφρόντιζε να ερευνήση αν το παπικόν εκείνο ύφασμα ήτο τω όντι ο ουράνιος θόλος.

Τότε οι νέοι βλέποντες ότι παρήρχετο η ώρα, εδέθησαν εις τον ζυγόν και έσυρον την άμαξαν εντός της οποίας εκάθητο η μήτηρ των· διήνυσαν ούτω τεσσαράκοντα και πέντε στάδια και έφθασαν εις το ιερόν. Αφού εξετελέσθη η πράξις αύτη υπό τα όμματα όλης τις πανηγύρεως, έσχον θάνατον άριστον.

Οι ιππόται μας επολέμουν τότε προς τους πειρατάς, και πάσαν εβδομάδα μας έστελλον ανά μίαν καραβιάν πληγωμένων, εδικών μας ή αιχμαλώτων. Οι τελευταίοι ούτοι ήσαν άνθρωποι χωρίς ώτα, χωρίς ρίνας, και χωρίς όμματα πολλάκις. Δεν δύναμαι να πιστεύσω, ότι φύσει εστερούντο τοιούτων. Ως φαίνεται, τα βέλη των ιπποτών μας ήσαν επιτηδειότατα και μετέβαινον ακριβώς εκείσε, όπου η χειρ τα διεύθυνε.

Διότι όσα όργανα εκτελούσι λειτουργίαν φυσικώς, όταν υπερβώσι τον χρόνον καθ' ον δύνανται να επιτελώσι αυτήν, αναγκαίως αδυνατούσιν, όπως τα όμματα βλέποντα ούτω παύουσι πλέον να βλέπωσι. Το αυτό πάσχει και η χειρ και παν άλλο όργανον, όπερ εκτελεί έργον τι.

Τώρα, χιλιάκις αν ήτο αθώα, ο κόσμος θα την κατεδίκαζεν. Αλλά πλησίον του, χιλιάκις αν ημάρτανε, θα ήτο &τιμία& εις τα όμματα του κόσμου. Οίμοι! καθώς η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αν επεβάλλετο εις την διά του σαγιττεύματος θεοδικίαν, μόνον τα άκρα των δακτύλων της μιας χειρός της θα ήγγιζε το βέλος. Εις το πέλαγος, ανάμεσα εις το μεταξύ των δύο νήσων πέραμα, έπλεεν η βαρκούλα.

Τόσον δε παράδοξος του εφάνη η καταστροφή των εχθρών, όταν επιστρέφοντες τινές με λάφυρα την ανήγγειλαν, ώστε επήγε και ο ίδιος αρκετόν διάστημα διά να ίδη με τα ίδιά του όμματα αν τω όντι ήτον τοιαύτη, οποίαν την επερίγραφον.

Η Στέρφα τότε μόνον εδοκίμασε να εκβάλη βελασμόν, όταν ήρχισε να ταλαντεύηται εις το κενόν με το σχοινίον. Ο Στάθης έμεινε μοναχός του επί δέκα λεπτά της ώρας, χωρίς την Ψαρήν, και χωρίς την Στέρφαν. Κατά τα δέκα ταύτα λεπτά υπέφερε φοβερώς. Ο ίλιγγος ήρχισε να τον καταλαμβάνη. Έκλειε τα όμματα διά να μη ζαλίζεται. Έσφιγγε τα δόντια.

Έτρεχον ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.

Μόνος ο παπά-Νικόλας απ' τον Άι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. — Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα από τα όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακκουμβήσει. — Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπά-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία των νηπίων.

Αλλ' οι πιστοί φύλακες του Αθανασίου απεποιήθησαν ν' απομακρυνθώσιν εμπαικτικώς ισχυριζόμενοι ότι έμενον παρόντες ίνα κορέσωσι τα όμματά των ατενίζοντες εις πρόσωπον τοσούτω προσφιλές. — Ποτόν δε δηλητηριασμένον προσηνέχθη, αλλά και τούτο απεκρούσθη.