Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Τον κράζει η σάλπιγγα της Αφροδίτης στο «μπουντουάρ». Αν είχαμε πόλεμο, χώρες αλάκερες θα ρημάζανε. Τι θα χάση η ειρήνη, αν μέσα στην αγκαλιά της ρημάξη ο ήρωάς μας ένα και μοναχό σπιτικό! Είτανε και μας ώρα μας να ξαναμπούμε στης Κυρίας ταρχοντικό. Βλέπαμε απάνω στο τραπεζάκι της τη μια μεριά του παραμυθιού και δεν την καλονοιώθαμε.

Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, η 'μέραις που έρχονται, τώρα τον Αϊ-Βασίλη κτλ. εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και &επάνιζε& με τους μαστούς.

Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κ' έπεσε και χάθηκε μέσα σταπέραντο εκείνο το αίμα». Και λέγοντας αυτά δάκριζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε. Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·Έννοια σου, θειέ μου, και θα φυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος. Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παραμυθιού.

Περπατεί ακόμα; ρώτησε το κυπαρίσσι φοβισμένο. — Περπατεί... είπε το συννεφάκι και πέρασε. Ολοένα περπατεί... Η γιαγιά ακούμπησε ήσυχα το κεφάλι της στην καρέκλα, πήρε βαθιά την αναπνοή της και σταμάτησε. Έτσι έκανε κάποτε τα νάζια της η γιαγιά και σταματούσε στη μέση του παραμυθιού. Ήθελε χάδια και παρακάλια. Σαν πέρασε λίγη ώρα την εσκούντησα και της χάιδεψα τα γόνατα.

1 του Σταβρού, 1901. Φίλτατε Δροσίνη, Θυμάσαι τους μικροπολίτες; Δεν ξέρεις τι μπελά που μου δίνουν! Οι φίλοι μου γυρέβουνε να τους πω τι νόημα έχει το παραμύθι· τους αποκρίνουμαι πως προσπάθησα να τους το ξηγήσω όσο μπόρεσα πιο παστρικά στο τέλος του παραμυθιού. Όχι! λένε, δεν τους φτάνει. Ο καθένας το παίρνει διαφορετικά.

Ο Αγάλλος εν τούτοις δεν ήρχετο και η Λενιώ εξηκολούθει ακόμη να διηγήται προς τον αδελφόν της το παραμύθι. Είχεν ήδη δεκάκις επαναλάβει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους συνοψίζοντας εις το στόμα της ωραίας του παραμυθιού την παράδοξον ιστορίαν της και ακόμη δεν τους είχε μάθει. Ευρίσκετο δε τώρα εις τους τελευταίους στίχους: Γρηά μ' εξεπλάνεσε σ' βασιληά τα χέρια.

Δεν προεξοφλώ τίποτε, αφού όλα είνε δυνατά. — Πόσων ετών είσθε, αν επιτρέπετε; του είπα. — Άνω των εκατόν. — Αυτός, μωρέ φίλε μου, είνε ο Κουτεντές του παραμυθιού, μου εψιθύρισεν ο Μαυρογένης.

Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει, Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.

Δεν θα το μαρτυρήσω σε κανένα, Του κάκου. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πη τίποτε... Ύστερα από λίγες μέρες έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Ήρθαν και την πήρανε με ψαλμωδίες και λιβανητά. Πήγαινα κ' εγώ πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά έφευγε για πάντα κ' έπαιρνε μαζή της το μυστικό. Το πήρε μαζή της κάτω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ποτέ μου δεν έμαθα το τέλος του παραμυθιού.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν